συρράπτω: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
m (Text replacement - "(Beta Code)(.*?\n\|Definition.*?)(connexion)" to "\1\2connection") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrrapto | |Transliteration C=syrrapto | ||
|Beta Code=surra/ptw | |Beta Code=surra/ptw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sew]] or <b class="b2">stitch together</b>, δέρματα νεύρῳ βοός <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>544</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.2.86</span>, <span class="bibl">4.64</span>, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>46</span>; τὴν ῥῖνα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.36</span>; ῥῆγμα <span class="bibl">Archipp.38</span>; [<b class="b3">κοιλίαν], γαστέρα</b>, <span class="title">IG</span>42(1).122.18,33 (Epid., iv B.C.); <b class="b3">σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων</b> [[sew]] men's mouths [[up]], i.e. [[stop]] their mouths, [[muzzle]] them, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>303e</span>; <b class="b3">τὰς ἐπιθυμίας σ. ταῖς ἀπολαύσεσι</b> [[bring]] appetites <b class="b2">into connection with</b> enjoyment, i.e. gratify them immediately, Plu.2.565d; σ. ῥήματα πρὸς ἕκαστα <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>21.252d</span>; <b class="b3">σ. Βάκχον μηρῷ</b> [[sew]] him [[up]] in... <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>7.152</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">put together, compose</b>, of a treatise, Phld.<span class="title">Ind.Sto.</span>4 (Pass.); <b class="b3">σ. τοιαῦτα</b> [[form]] such [[machinations]], dub. cj. for <b class="b3">συνέγραψε</b> in <span class="bibl">D.C.38.14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:30, 28 June 2020
English (LSJ)
A sew or stitch together, δέρματα νεύρῳ βοός Hes.Op.544, cf. Hdt.2.86, 4.64, Sor.Fasc.46; τὴν ῥῖνα Hp.Morb.2.36; ῥῆγμα Archipp.38; [κοιλίαν], γαστέρα, IG42(1).122.18,33 (Epid., iv B.C.); σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων sew men's mouths up, i.e. stop their mouths, muzzle them, Pl.Euthd.303e; τὰς ἐπιθυμίας σ. ταῖς ἀπολαύσεσι bring appetites into connection with enjoyment, i.e. gratify them immediately, Plu.2.565d; σ. ῥήματα πρὸς ἕκαστα Them.Or.21.252d; σ. Βάκχον μηρῷ sew him up in... Nonn.D.7.152. II metaph., put together, compose, of a treatise, Phld.Ind.Sto.4 (Pass.); σ. τοιαῦτα form such machinations, dub. cj. for συνέγραψε in D.C.38.14.
Greek (Liddell-Scott)
συρράπτω: μέλλ. –ψω, ῥάπτω ὁμοῦ, Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· οὕτως, Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ μετὰ τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ πρός τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, πλέκω τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.
French (Bailly abrégé)
coudre ensemble.
Étymologie: σύν, ῥάπτω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ῥάπτω
1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.)
2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού»)
3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη από διάφορες πηγές («εἴ τις ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς συνερανίσαιτο ῥήματα καὶ ταῡτα συγκολλᾱν πειρῷτο ἀεὶ καὶ συρράπτειν πρὸς ἕκαστα», Θεμίστ.)
μσν.-αρχ.
μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
φρ. α) «ξυρράπτω τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων» — αποστομώνω τους ανθρώπους (Πλάτ.)
β) «συρράπτω τὰς ἐπιθυμίας ταῑς ἀπολαύσεσι» — ικανοποιώ τις επιθυμίες μου αμέσως (Πλούτ.).
Greek Monotonic
συρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω μαζί, ράβω σφιχτά, Λατ. consuo, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
συρράπτω:
1) сшивать (δέρματα νεύρῳ Hes.);
2) зашивать (τὴν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.);
3) связывать, сочетать: σ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т. е. немедленно удовлетворять их.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρράπτω [σύν, ῥάπτω] aan elkaar naaien;; δέρματα σ. νεύρῳ βοός huiden met een runderpees aan elkaar naaien Hes. Op. 544; overdr.. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων de mensen de mond snoeren Plat. Euthyd. 303e.
Middle Liddell
fut. ψω
to sew or stitch together, sew up, Lat. consuo, Hes., Hdt.