σφάκελος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=1. Grammatical information: m.<br />Meaning: [[caries]], [[gangrene]], [[necrosis]] (Hp., Gal.), also <b class="b2">twitching pain, cramp</b> (A. Pr. 878, 1045, E. Hipp. 1352, everywhere anap.).<br />Derivatives: [[σφακελώδης]] [[gangrenous]] (medic.), [[σφακελίζω]], ([[ἐπισφακελίζω]], [[ἀποσφακελίζω]]) <b class="b2">to suffer from caries or gangrene</b> (Hdt. Hp., a.o.), rarely <b class="b2">to sense a twitching pain, cramp</b> (Cratin., Pherecr., Plu.), with [[σφακελισμός]] m. [[caries]], [[gangrene]] (Hp., Arist., Thphr. [cf. Strömberg Theophrastea 191]), <b class="b2">heavy pain</b> (Stoic.), [[epilepsy]] (Hippiatr.); <b class="b3">ἐπι-</b>, [[ἀποσφακέλισις]] f. [[gangrene]] (Hp.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation like [[σκόπελος]], [[πύελος]] a.o.; further unclear. The word was prob. orig. a medical expession (Chantraine Form. 244; diff. Solmsen Wortforsch. 5 and Persson Beitr. 1, 396). Starting from a meaning <b class="b2">convulsions, c. with pain</b>, Persson seeks connection with MHG [[spachen]] [[split]], LG [[spaken]] [[burst]], [[putrefy]] etc.; justified criticism by WP. 2, 652. -- Cf. [[σφάκος]], [[σφήξ]], <b class="b3">φάκελος</b>.
|etymtx=1. Grammatical information: m.<br />Meaning: [[caries]], [[gangrene]], [[necrosis]] (Hp., Gal.), also <b class="b2">twitching pain, cramp</b> (A. Pr. 878, 1045, E. Hipp. 1352, everywhere anap.).<br />Derivatives: [[σφακελώδης]] [[gangrenous]] (medic.), [[σφακελίζω]], ([[ἐπισφακελίζω]], [[ἀποσφακελίζω]]) <b class="b2">to suffer from caries or gangrene</b> (Hdt. Hp., a.o.), rarely <b class="b2">to sense a twitching pain, cramp</b> (Cratin., Pherecr., Plu.), with [[σφακελισμός]] m. [[caries]], [[gangrene]] (Hp., Arist., Thphr. [cf. Strömberg Theophrastea 191]), <b class="b2">heavy pain</b> (Stoic.), [[epilepsy]] (Hippiatr.); <b class="b3">ἐπι-</b>, [[ἀποσφακέλισις]] f. [[gangrene]] (Hp.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation like [[σκόπελος]], [[πύελος]] a.o.; further unclear. The word was prob. orig. a medical expression (Chantraine Form. 244; diff. Solmsen Wortforsch. 5 and Persson Beitr. 1, 396). Starting from a meaning <b class="b2">convulsions, c. with pain</b>, Persson seeks connection with MHG [[spachen]] [[split]], LG [[spaken]] [[burst]], [[putrefy]] etc.; justified criticism by WP. 2, 652. -- Cf. [[σφάκος]], [[σφήξ]], [[φάκελος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφάκελος, ὁ,<br />[[gangrene]]:—[[generally]], a [[spasm]], convulsion, Aesch., Eur.: metaph., σφ. ἀνέμων the [[convulsive]] [[fury]] of winds, Aesch.
|mdlsjtxt=σφάκελος, ὁ,<br />[[gangrene]]:—[[generally]], a [[spasm]], convulsion, Aesch., Eur.: metaph., σφ. ἀνέμων the [[convulsive]] [[fury]] of winds, Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:48, 3 August 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκελος Medium diacritics: σφάκελος Low diacritics: σφάκελος Capitals: ΣΦΑΚΕΛΟΣ
Transliteration A: sphákelos Transliteration B: sphakelos Transliteration C: sfakelos Beta Code: sfa/kelos

English (LSJ)

ὁ,

   A gangrene, mortification, or, of bones, caries, Hp.Aph.7.78; τοῦ ἐγκεφάλου Id. Aër.10 (pl.); so called when farther advanced than γάγγραινα, cf. Gal.2.632, 18(1).687.    2 generally, spasm, convulsion, A.Pr.878 (anap.); κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σ. E.Hipp.1352 (anap.): metaph., σφάκελος ἀνέμων, the convulsive fury of winds, A.Pr.1045 (anap.).    3 the middle finger, Suid.s.v. σφακελισμός; so σφάκηλος (or φάκηλος) PLond.1821.297.

Greek (Liddell-Scott)

σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, νέκρωσις, καὶ ἐπὶ ὀστῶν ξήρανσις καὶ νέκρωσις, Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι γάγγραινα, πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) καθόλου, σπασμός, σπασμώδης κίνησις, σφαδασμός, Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ σπασμώδης μανία καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 gangrène sèche;
2 douleur violente avec convulsions ; convulsion ; fig. tourmente, tempête.
Étymologie: DELG terme techn. médic.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα του δέρματος
αρχ.
1. (για οστά) σήψη
2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.)
3. φρ. «σφάκελος ἀνέμων» — η ορμητική κίνηση τών ανέμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός ιατρικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ελος (πρβλ. πύ-ελος, σκόπ-ελος). Η σύνδεση του τ. με το αρχ. άνω γερμ. spachen «σχίζω» δεν φαίνεται πιθανή].
(II)
ο, ΝΜΑ, και σφάκηλος και φάκηλος Α
νεοελλ.-μσν.
1. υβριστική χειρονομία που γίνεται με ανοιχτή παλάμη, φάσκελο, μούντζα
2. υβριστική χειρονομία η οποία γίνεται με κλειστή την παλάμη σε θέση πυγμής ενώ το μεγάλο δάχτυλο διέρχεται μεταξύ του λιχανού και του μέσου
αρχ.
το μεσαίο δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάκελος αποτελεί πιθανότατα διαφορετική μορφή του τ. φάκελος (πρβλ. φαλάγγίον: σφαλάγγι) ενώ οι τ. σφάκηλος και φάκηλος εσφ. γρφ. του σφάκελος. Από το αρχ. σφάκελος έχει σχηματιστεί με μετάθεση του -σ- ο νεοελλ. τ. φάσκελο (βλ. λ. φάκελος και φάσκελο)].

Greek Monotonic

σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, σηψαιμία, απονέκρωση· και για οστά, νέκρωση, οστεοπόρωση· γενικά, σπασμός, σφαδασμός, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., σφάκελος ἀνέμων, σφοδρή μανία και ορμή των ανέμων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σφάκελος: (ᾰ) ὁ
1) досл. сухая гангрена, костоеда, перен. жгучая боль, терзание, мука Aesch., Eur.;
2) судороги Aesch., Eur.: σ. ἀνέμων Aesch. бешеные вихри.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάκελος -ου, ὁ gangreen, afsterving. spasme, stuiptrekking:; κατά … ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος een stuiptrekking springt door mijn hersenen Eur. Hipp. 1352; overdr.. σ. ἀγρίων ἀνέμων heftige stoten van wilde winden Aeschl. PV 1045.

Frisk Etymological English

1. Grammatical information: m.
Meaning: caries, gangrene, necrosis (Hp., Gal.), also twitching pain, cramp (A. Pr. 878, 1045, E. Hipp. 1352, everywhere anap.).
Derivatives: σφακελώδης gangrenous (medic.), σφακελίζω, (ἐπισφακελίζω, ἀποσφακελίζω) to suffer from caries or gangrene (Hdt. Hp., a.o.), rarely to sense a twitching pain, cramp (Cratin., Pherecr., Plu.), with σφακελισμός m. caries, gangrene (Hp., Arist., Thphr. [cf. Strömberg Theophrastea 191]), heavy pain (Stoic.), epilepsy (Hippiatr.); ἐπι-, ἀποσφακέλισις f. gangrene (Hp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like σκόπελος, πύελος a.o.; further unclear. The word was prob. orig. a medical expression (Chantraine Form. 244; diff. Solmsen Wortforsch. 5 and Persson Beitr. 1, 396). Starting from a meaning convulsions, c. with pain, Persson seeks connection with MHG spachen split, LG spaken burst, putrefy etc.; justified criticism by WP. 2, 652. -- Cf. σφάκος, σφήξ, φάκελος.

Middle Liddell

σφάκελος, ὁ,
gangrene:—generally, a spasm, convulsion, Aesch., Eur.: metaph., σφ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, Aesch.