θραύστης: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thraystis | |Transliteration C=thraystis | ||
|Beta Code=qrau/sths | |Beta Code=qrau/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who breaks]] or [[crushes]], POxy.868.2 (nisi sub | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who breaks]] or [[crushes]], POxy.868.2 (nisi sub [[θραυστός]] ponendum).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (Α [[θραύστης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[θραυστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[κοκκοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυγδαλοθραύστης]], [[θαλασσοθραύστης]], [[καρυοθραύστης]], [[κεφαλοθραύστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, [[κυματοθραύστης]], [[λιθοθραύστης]], [[ξυλοθραύστης]], [[παγοθραύστης]], <i>υαλοθραύστης</i>]. | |mltxt=ὁ (Α [[θραύστης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[θραυστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[κοκκοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυγδαλοθραύστης]], [[θαλασσοθραύστης]], [[καρυοθραύστης]], [[κεφαλοθραύστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, [[κυματοθραύστης]], [[λιθοθραύστης]], [[ξυλοθραύστης]], [[παγοθραύστης]], <i>υαλοθραύστης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 8 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who breaks or crushes, POxy.868.2 (nisi sub θραυστός ponendum).
Greek Monolingual
ὁ (Α θραύστης)
νεοελλ.
ο θραυστήρας
αρχ.
αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) κοκκοθραύστης
νεοελλ.
αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης, λιθοθραύστης, ξυλοθραύστης, παγοθραύστης, υαλοθραύστης].