παραλήρημα: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paralirima
|Transliteration C=paralirima
|Beta Code=paralh/rhma
|Beta Code=paralh/rhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[piece of absurdity]], of a person, <span class="bibl">D.C.59.26</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[piece of absurdity]], of a person, <span class="bibl">D.C.59.26</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:12, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλήρημα Medium diacritics: παραλήρημα Low diacritics: παραλήρημα Capitals: ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Transliteration A: paralḗrēma Transliteration B: paralērēma Transliteration C: paralirima Beta Code: paralh/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A piece of absurdity, of a person, D.C.59.26.

German (Pape)

[Seite 487] τό, alberne Rede oder Handlung, D. Cass. 59, 26 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραλήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, ἀνοησία, μωρολογία, Δίων Κ. 59. 26.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραληρώ
η ενέργεια του παραληρώ, ανόητη μωρολογία, παράλογος, ασυνάρτητος λόγος
νεοελλ.
1. ιατρ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια του προσανατολισμού και έναν ιδιόμορφο τύπο διανοητικής συγχύσεως κατά την οποία ο ασθενής κατανοεί ανακριβώς το περιβάλλον του και είναι συνήθως αποτέλεσμα τοξικώσεως ή σωματικής παθολογικής κατάστασης που επηρεάζει τον εγκέφαλο, όπως είναι ο πυρετός, η καρδιακή ανεπάρκεια ή μια κάκωση της κεφαλής
2. μτφ. κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού ή ομαδικής υστερίας («μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους ηθοποιό καταλήφθηκαν από παραλήρημα»)
3. φρ. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη διέγερση με τρόμο, σπασμούς, οπτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις και επιθετικές αντιδράσεις και αποτελεί σύμπτωμα του αλκοολισμού.