λοιμικός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loimikos | |Transliteration C=loimikos | ||
|Beta Code=loimiko/s | |Beta Code=loimiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pestilential]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>1</span>, <span class="bibl">Plb.1.19.1</span>, <span class="bibl">Ph.2.102</span>, Longin.44.9, etc.; <b class="b3">λ.περίστασις, διάθεσις</b>, <span class="title">SIG</span>731.7 (Tomi, i B. C.), <span class="title">IG</span>12(1).1032.7 (Carpathus); <b class="b3">λ. διήγησις</b> [[about pestilence]], Gal.17(2).168. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[destructive]], λ. τοξεύματα Lyc. 1205.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A pestilential, Hp.Ep.1, Plb.1.19.1, Ph.2.102, Longin.44.9, etc.; λ.περίστασις, διάθεσις, SIG731.7 (Tomi, i B. C.), IG12(1).1032.7 (Carpathus); λ. διήγησις about pestilence, Gal.17(2).168. Adv. -κῶς S.E.M.9.79. 2 destructive, λ. τοξεύματα Lyc. 1205.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, λοιμώδης Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, φθοροποιός, τοξεύματα Λυκόφρ. 1205.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λοιμικός, -ή, -όν) λοιμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ' αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό
θανατηφόρα επιδημική νόσος
μσν.-αρχ.
καταστρεπτικός, ολέθριος («λοιμικὰ τοξεύματα», Λυκόφρ.).
επίρρ...
λοιμικῶς (Α)
σε κατάσταση λοιμού.
Russian (Dvoretsky)
λοιμικός: чумный, тлетворный, пагубный (κατάστασις Polyb.; πάθη Plut.).