ἄσις: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asis | |Transliteration C=asis | ||
|Beta Code=a)/sis | |Beta Code=a)/sis | ||
|Definition=[ᾰ], εως, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=[ᾰ], εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slime]], [[mud]], <span class="bibl">Il.21.321</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>176</span>; ἐκ θαλάσσης <span class="bibl">Charito 2.2</span>; cf. <b class="b3">ἄσις· κόνις, ἢ εἶδος ὀρνέου</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:40, 1 January 2021
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, A slime, mud, Il.21.321, Nic.Th.176; ἐκ θαλάσσης Charito 2.2; cf. ἄσις· κόνις, ἢ εἶδος ὀρνέου, Hsch.
German (Pape)
[Seite 370] ιος, ἡ, Schlamm eines Flusses, Il. 21, 321 u. sp. D., wie Nic. Th. 175 Opp. H. 3, 433.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
limon d’un fleuve, fange.
Étymologie: cf. ἄση.
English (Autenrieth)
slime, Il. 21.321†.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
limo, cieno τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω Il.21.321, εἰς ἅλα Νεῖλος ... κατέχευεν ἄσιν Nic.Th.176, ἄσιν ἁλὸς ... φέρβεται Opp.H.3.433, ἐκ μακρᾶς οὖν θαλάσσης ἀπόλουσαι τὴν ἄσιν Charito 2.2.2, ὕδατι τὴν ἄσιν ἀποκαθήραντες Poll.1.49, cf. ἄσιν· ἀκαθαρσίαν Hsch.α 7655.
• Etimología: Etim. desc. Quizá rel. ai. ásita ‘negro’ y ἀ- < *n̥-.
Greek Monolingual
(I)
ἄσις, η (Α)
η ιλύς, η λάσπη που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. asita «σκοτεινός, μαύρος», ενώ το α- του τ. ανάγεται σε ινδοευρ. ņ μετά από το οποίο διατηρείται το s. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ak- «μυτερός, οξύς, αιχμηρός» και η επακόλουθη υπόθεση ότι πρόκειται για θρακικό δάνειο δεν φαίνεται πειστική].
(II)
ἆσις, η (Μ) άδω
το τραγούδι.
Greek Monotonic
ἄσις: [ᾰ], -εως, ἡ, λάσπη, όπως αυτή που κατεβάζει ο ποταμός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσις: ιος (ᾱ) ἡ тина, ил Hom.
Frisk Etymological English
-ιος
Grammatical information: f.
Meaning: slime, mud (Il. Φ 321).
Derivatives: ἀσώδης (A. Supp. 31); for *ἀσιώδης after the homonym from ἄση? Ancient commentators derived B 461, the reading Ἀσίω, without second ι, from this word (Eust.), instead of from Ἀσία.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Schulze BerlAkSb. 1910, 793 (= Kl. Schr. 11 6f.) compared Skt. ásita- dark, black (cf. Skt. hári- yellow beside hári-ta- id.), with ἀ- < n̥- in order to explain the s in ἄσις, s. Schwyzer 307. - Fur. 80 n. 426 compares ἄα σύστημα ὔδατος H. (but σ\/zero is unknown in Pre-Gr. words).
Middle Liddell
slime, mud, such as a river brings down, Il.
Frisk Etymology German
ἄσις: -ιος
{ásis}
Grammar: f.
Meaning: Schlamm, Unrat (Φ 321, Nik., Charito).
Derivative: Davon ἀσώδης (A. Supp. 31 [lyr.]); für *ἀσιώδης nach dem Homonym von ἄση?; vielleicht auch ἄσιος als Epithet von λειμών Β 461 (mit Eust.), falls nicht einfach zu Ἀσία.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Von Schulze BerlAkSb. 1910, 793 (= Kl. Schr. 11 6f.) mit ai. ásita- dunkelfarbig, schwarz (vgl. ai. hári- gelb neben hári-ta- ib.) zusammengestellt unter Heranziehung zahlreicher semantischer Parallelen (die indessen nicht alle stichhaltig sind). Dabei muß ἀ- (= ai. a-) aus idg. n̥- erklärt werden, wodurch sich idg. s in ἄσις gehalten zu haben scheint, vgl. Schwyzer 307. — Unannehmbar Krause KZ 67, 211f.: ἄσις eig. spitzer Flußsand, Steingrieß zu aḱ Spitze als thrakisches LW. Ältere verfehlte Erklärungen bei Bq; s. noch van Windekens Le Pélasgique 13 usw.
Page 1,162