παροικία: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroikia | |Transliteration C=paroikia | ||
|Beta Code=paroiki/a | |Beta Code=paroiki/a | ||
|Definition=ἡ, (<span class="sense"> | |Definition=ἡ, (<span class="sense"><span class="bld">A</span> πάροικος ''ΙΙ'') [[sojourning]] in a foreign land, <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>19.10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span> 13.17</span>; <b class="b3">οἱ ἐν τῇ π</b>., = [[οἱ ἐκτός]], LXX <span class="title">Si.Prol.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:36, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, (A πάροικος ΙΙ) sojourning in a foreign land, LXX Wi.19.10, Act.Ap. 13.17; οἱ ἐν τῇ π., = οἱ ἐκτός, LXX Si.Prol.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, das Wohnen eines Fremden in einem Orte ohne Bürgerrecht, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παροικία: ἡ, (πάροικος ΙΙ) τὸ παροικεῖν ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἑβδ. (Σοφία Σολομ. ΙΘ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 17· οἱ ἐν τῇ παρ. = οἱ ἐκτός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ἐν τῷ προλόγῳ). ΙΙ. Ἐκκλησιαστ., παροικίαι εἶναι «αἱ παροικοῦσαι ἑκάστας τὰς πόλεις ἐκκλησίαι» Σύνοδος Ἀγκύρ. Κανὼν 18· οὕτω «παροικία Ἀντιοχείας» = ἐκκλησία Ἀντιοχείας, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 13· ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις, αὐτόθι 3. 28· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐφθαρμένῳ Λατ. τύπῳ parochia (Ἀγγλ. a parish), ἐνορία, αὐτόθι 1. 1, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
séjour ou établissement en pays étranger.
Étymologie: πάροικος.
English (Strong)
from πάροικος; foreign residence: sojourning, X as strangers.
English (Thayer)
παροικίας, ἡ (παροικέω, which see), a Biblical and ecclesiastical word a dwelling near or with one; hence, a sojourning, dwelling in a strange land: properly, Sirach 21; cf. Fritzsche on παρεπίδημος (and references under παροικέω).
Greek Monolingual
ή, ΝΜΑ πάροικος
νεοελλ.
σύνολο, κοινότητα ομοεθνών που κατοικούν σε μια ξένη πόλη ή χώρα («η ελληνική παροικία του Λονδίνου»)
μσν.
1. η Εκκλησία, η πρώτη χριστιανική κοινότητα σε μια πόλη («παροικία Αντιοχείας», Ευσ.)
2. η εκκλησιαστική διοίκηση
3. η ενορία
αρχ.
η διαμονή σε ξένη χώρα και, ιδιαίτερα, το να κατοικεί κανείς σε ξένη χώρα ως πάροικος χωρίς πολιτικά δικαιώματα.
Greek Monotonic
παροικία: ἡ (πάροικος II), διαμονή σε ξένη χώρα, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροικία -ας, ἡ [πάροικος] verblijf in den vreemde.
Russian (Dvoretsky)
παροικία: ἡ пребывание на чужбине NT.
Middle Liddell
παροικία, ἡ, πάροικος II]
a sojourning in a foreign land, NTest.
Chinese
原文音譯:paroik⋯a 爬而-哀企阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在旁-家(著) 相當於: (גּוּר)
字義溯源:僑居,投宿,寄居;源自(πάροικος)=寄居的);由(παρά)*=旁,出於)與(οἶκος)*=住處)組成
出現次數:總共(2);徒(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 寄居(2) 徒13:17; 彼前1:17