έξαλλος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[διαφορετικός]] από ό,τι ήταν [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο αλλοιωμένος από ισχυρό [[συναίσθημα]], έξω φρενών, [[σφοδρός]] («[[έξαλλος]] από [[χαρά]], από θυμό»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[ασυγκράτητος]], [[ανεξέλεγκτος]] («έξαλλη [[χαρά]]», «έξαλλο [[μίσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[εκλεκτός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά έξαλλα</i><br />παράξενα, ασυνήθιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άλλος]]. Η [[λέξη]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό [[συναίσθημα]] ή [[πάθος]] και ήλθε [[εκτός]] [[εαυτού]] ([[έξαλλος]] από θυμό</i>). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη [[κοπέλα]]», «έξαλλο [[ντύσιμο]]»)]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[διαφορετικός]] από ό,τι ήταν [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο αλλοιωμένος από ισχυρό [[συναίσθημα]], έξω φρενών, [[σφοδρός]] («[[έξαλλος]] από [[χαρά]], από θυμό»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[ασυγκράτητος]], [[ανεξέλεγκτος]] («έξαλλη [[χαρά]]», «έξαλλο [[μίσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[εκλεκτός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά έξαλλα</i><br />παράξενα, ασυνήθιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άλλος]]. Η [[λέξη]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό [[συναίσθημα]] ή [[πάθος]] και ήλθε [[εκτός]] [[εαυτού]] ([[έξαλλος]] από θυμό</i>). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη [[κοπέλα]]», «έξαλλο [[ντύσιμο]]»)]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[wrathful]]=== | |||
French: [[courroucé]]; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: [[zornig]], [[erzürnt]]; Greek: [[έξαλλος]], [[εξοργισμένος]], [[έξω φρενών]], [[οργισμένος]]; Ancient Greek: [[ἀποργής]], [[ἀρισκυδής]], [[βαρύκοτος]], [[βαρυμάνιος]], [[βαρυμήνιος]], [[βαρύμηνις]], [[δύσμηνις]], [[ἐπίκοτος]], [[θυμοπληθής]], [[κοτήεις]], [[μηνιτής]], [[περίθυμος]], [[περιοργής]], [[ὑπέρχολος]], [[χολωτός]]; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: [[гневный]], [[разгневанный]], [[рассерженный]]; Spanish: [[furioso]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:22, 8 July 2024
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔξαλλος, -ον)
ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως
νεοελλ.
1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό»)
2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο μίσος»)
αρχ.
1. εντελώς ξεχωριστός
2. ασυνήθιστος, εκλεκτός, πολύτιμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά έξαλλα
παράξενα, ασυνήθιστα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εξ + άλλος. Η λέξη, όπως δείχνει και η ετυμολογία της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό συναίσθημα ή πάθος και ήλθε εκτός εαυτού (έξαλλος από θυμό). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη κοπέλα», «έξαλλο ντύσιμο»)].
Translations
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso