φιλοσοφώ: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[φιλοσοφῶ]], [[φιλοσοφέω]], ΝΜΑ [[φιλόσοφος]]<br />[[είμαι]] [[φιλόσοφος]], [[ασχολούμαι]] με την [[φιλοσοφία]], [[σκέπτομαι]] και [[ερευνώ]] [[κατά]] τρόπο φιλοσοφικό<br /><b>2.</b> [[αντιμετωπίζω]] [[κάτι]] με [[φιλοσοφικότητα]] (α. «μπόρεσε να το ξεπεράσει [[γιατί]] το φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς κάθαρσιν τῆς προτέρας ἀλαζονείας», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» — <b>βλ.</b> [[λακωνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>φιλοσοφημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ενέχει φιλοσοφική [[σκέψη]] («φιλοσοφημένη [[αντιμετώπιση]] του προβλήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] την [[σοφία]], την [[μόρφωση]], την [[επιστήμη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> επιδίδομαι στην [[μελέτη]], [[επιδιώκω]] την [[απόκτηση]] γνώσεων («φιλοκαλοῡμεν γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῡμεν [[ἄνευ]] μαλακίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] με την [[μελέτη]] ή την [[διδασκαλία]] της ρητορικής και της διαλεκτικής<br /><b>4.</b> [[συζητώ]], [[πραγματεύομαι]] ένα [[ζήτημα]] χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα («ταῡτα γὰρ [[καλῶς]] λέγουσιν οἱ περὶ τὴν παιδείαν ταύτην πεφιλοσοφηκότες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συζητώ]] [[κατά]] τον τρόπο, [[κατά]] την μέθοδο τών φιλοσόφων<br /><b>6.</b> [[διδάσκω]] την [[φιλοσοφία]] («περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ φιλοσοφούντων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[σπουδάζω]] [[κάτι]], ασκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (με αρνητική σημ.) α) [[λεπτολογώ]]<br />β) [[σοφιστεύω]]<br /><b>9.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>10.</b> <b>εκκλ.</b> [[διάγω]] βίο γεμάτο [[αυταπάρνηση]]<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>φιλοσοφοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εξετάζομαι φιλοσοφικά<br /><b>12.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ φιλοσοφούμενα</i><br />α) το [[περιεχόμενο]] φιλοσοφικής διδασκαλίας<br />β) φιλοσοφικές έρευνες και θεωρίες.
|mltxt=[[φιλοσοφῶ]], [[φιλοσοφέω]], ΝΜΑ [[φιλόσοφος]]<br />[[είμαι]] [[φιλόσοφος]], [[ασχολούμαι]] με την [[φιλοσοφία]], [[σκέπτομαι]] και [[ερευνώ]] [[κατά]] τρόπο φιλοσοφικό<br /><b>2.</b> [[αντιμετωπίζω]] [[κάτι]] με [[φιλοσοφικότητα]] (α. «μπόρεσε να το ξεπεράσει [[γιατί]] το φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς κάθαρσιν τῆς προτέρας ἀλαζονείας», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» — <b>βλ.</b> [[λακωνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>φιλοσοφημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ενέχει φιλοσοφική [[σκέψη]] («φιλοσοφημένη [[αντιμετώπιση]] του προβλήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] την [[σοφία]], την [[μόρφωση]], την [[επιστήμη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> επιδίδομαι στην [[μελέτη]], [[επιδιώκω]] την [[απόκτηση]] γνώσεων («φιλοκαλοῡμεν γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῡμεν [[ἄνευ]] μαλακίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] με την [[μελέτη]] ή την [[διδασκαλία]] της ρητορικής και της διαλεκτικής<br /><b>4.</b> [[συζητώ]], [[πραγματεύομαι]] ένα [[ζήτημα]] χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα («ταῦτα γὰρ [[καλῶς]] λέγουσιν οἱ περὶ τὴν παιδείαν ταύτην πεφιλοσοφηκότες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συζητώ]] [[κατά]] τον τρόπο, [[κατά]] την μέθοδο τών φιλοσόφων<br /><b>6.</b> [[διδάσκω]] την [[φιλοσοφία]] («περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ φιλοσοφούντων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[σπουδάζω]] [[κάτι]], ασκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (με αρνητική σημ.) α) [[λεπτολογώ]]<br />β) [[σοφιστεύω]]<br /><b>9.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>10.</b> <b>εκκλ.</b> [[διάγω]] βίο γεμάτο [[αυταπάρνηση]]<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>φιλοσοφοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εξετάζομαι φιλοσοφικά<br /><b>12.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ φιλοσοφούμενα</i><br />α) το [[περιεχόμενο]] φιλοσοφικής διδασκαλίας<br />β) φιλοσοφικές έρευνες και θεωρίες.
}}
}}

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

φιλοσοφῶ, φιλοσοφέω, ΝΜΑ φιλόσοφος
είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό
2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να το ξεπεράσει γιατί το φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς κάθαρσιν τῆς προτέρας ἀλαζονείας», Γρηγ. Ναζ.)
3. φρ. «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» — βλ. λακωνίζω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) φιλοσοφημένος, -η, -ο
αυτός που ενέχει φιλοσοφική σκέψη («φιλοσοφημένη αντιμετώπιση του προβλήματος»)
αρχ.
1. αγαπώ την σοφία, την μόρφωση, την επιστήμη
2. συνεκδ. επιδίδομαι στην μελέτη, επιδιώκω την απόκτηση γνώσεων («φιλοκαλοῡμεν γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῡμεν ἄνευ μαλακίας», Θουκ.)
3. ασχολούμαι με την μελέτη ή την διδασκαλία της ρητορικής και της διαλεκτικής
4. συζητώ, πραγματεύομαι ένα ζήτημα χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα («ταῦτα γὰρ καλῶς λέγουσιν οἱ περὶ τὴν παιδείαν ταύτην πεφιλοσοφηκότες», Αριστοτ.)
5. συζητώ κατά τον τρόπο, κατά την μέθοδο τών φιλοσόφων
6. διδάσκω την φιλοσοφία («περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ φιλοσοφούντων», Λουκιαν.)
7. σπουδάζω κάτι, ασκούμαι σε κάτι
8. (με αρνητική σημ.) α) λεπτολογώ
β) σοφιστεύω
9. επινοώ, εφευρίσκω
10. εκκλ. διάγω βίο γεμάτο αυταπάρνηση
11. παθ. φιλοσοφοῦμαι, -έομαι
εξετάζομαι φιλοσοφικά
12. (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλοσοφούμενα
α) το περιεχόμενο φιλοσοφικής διδασκαλίας
β) φιλοσοφικές έρευνες και θεωρίες.