ὑποπτήσσω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπτήσσω''': μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, [[προσπτήσσω]]), Ἰλ. Β. 31· [[οὕτως]], ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., [[κύπτω]] ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν [[παῖς]] [[μηδέπω]] ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε | |lstext='''ὑποπτήσσω''': μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, [[προσπτήσσω]]), Ἰλ. Β. 31· [[οὕτως]], ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., [[κύπτω]] ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν [[παῖς]] [[μηδέπω]] ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε μετὰ σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
A crouch or cower beneath, like hares, birds, etc., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ep. pf. part. from shorter stem πτη-, cf. κατα-, προσ-πτήσσω) Il.2.312; ὑποπτήξας τάφῳ E.Hel.1203; ὑπέπτηχε cowers, Luc.Musc.Enc.4. II metaph., crouch before another, bow down to, τινι X.Cyr.1.5.1; also ὑ. τοὺς νέους θεούς A.Pr.960, cf. 29, X.Cyr.1.6.8; τὸ τῶν Ἀθηναίων ἀξίωμα Aeschin.2.105: abs., to be modest or shy, X.Cyr.1.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπτήσσω: μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, προσπτήσσω), Ἰλ. Β. 31· οὕτως, ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., κύπτω ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε μετὰ σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπέπτηχα;
se blottir de peur sous, τινι ; p. ext. se cacher de peur, trembler : τινι ou τινα devant qqn ; abs. être timide ou modeste.
Étymologie: ὑπό, πτήσσω.
English (Autenrieth)
only perf. part., ὑποπεπτηῶτες, having crouched down timidly under and hidden themselves amid the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.
Greek Monolingual
Α
1. ζαρώνω από φόβο
2. μτφ. α) είμαι επιφυλακτικός από φόβο ή ντροπή
β) χάνω το θάρρος μου μπροστά σε κάποιον, υποχωρώ και υποτάσσομαι σε κάποιον
γ) δείχνω ευλάβεια και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτήσσω «μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο»].
Greek Monotonic
ὑποπτήσσω: μέλ. -ξω,
I. ζαρώνω από φόβο ή ριγώ από φόβο και κρύβομαι κάτω από, όπως σε λαγούς ή πουλιά, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Επικ. μτχ. παρακ. αντί ὑποπεπτηκότες), σε Ομήρ. Ιλ.· ὑποπτήξας τάφῳ, σε Ευρ.
II. μεταφ., ζαρώνω, μαζεύομαι μπροστά σε κάποιον άλλο, υποκλίνομαι σε, τινί, σε Ξεν.· επίσης, ὑποπτήσσω τινά, σε Αισχύλ., Ξεν.· απόλ., είμαι μετριοπαθής, συγκρατημένος ή δειλός, άτολμος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπτήσσω:
1) наклоняться, приседать: νεοσσοὶ πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (= ὑποπεπτηκότες) Hom. притаившиеся в листьях птенцы; ὑποπτήξας σιωπῇ Eur. съежившись и безмолвно;
2) бояться, робеть, смущаться: ὑ. τινί Xen., Plut. и τινά (τι) Aesch., Aeschin. робеть перед кем(чем)-л.; μηδέπω ὑποπτήσσων Xen. нисколько не смущаясь.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to crouch or cower beneath, like hares or birds, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (epic part. perf. for ὑποπεπτηκότεσ), Il.; ὑποπτήξας τάφῳ Eur.
II. metaph. to crouch before another, bow down to, τινί Xen.; also, ὑπ. τινά Aesch., Xen.:—absol. to be modest or shy, Xen.