καταιθύσσω: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataithysso | |Transliteration C=kataithysso | ||
|Beta Code=kataiqu/ssw | |Beta Code=kataiqu/ssw | ||
|Definition= | |Definition=[[wave]] or [[float down]], πλόκαμοι… νῶτον καταίθυσσον <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.83</span>; <b class="b3">εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν</b> [[sheds]] fair weather [[down upon]] the hearth, ib.<span class="bibl">5.11</span>:—hence καταῖθυξ [[ὄμβρος]], <span class="title">Trag.Adesp.</span> 216. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:55, 24 August 2022
English (LSJ)
wave or float down, πλόκαμοι… νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.
German (Pape)
[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.
French (Bailly abrégé)
faire briller, illuminer.
Étymologie: κατά, αἰθύσσω.
English (Slater)
καταιθύσσω
a fall in waves down c. acc. πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (P. 4.83)
b shed over c. acc. & dat. Κάστορος. εὐδίαν ὃς μετὰ χειμερίαν ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11)
Greek Monolingual
καταιθύσσω (Α)
1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα-δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.)
2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» — ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»].
Greek Monotonic
καταιθύσσω: μέλ. -ξω, κυματίζω ή επιπλέω προς τα κάτω, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον, σε Πίνδ.· Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την λάμψη του στο παραγώνι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταιθύσσω: (сверху) бросать свет, освещать, озарять (τι Pind.): πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίτυσσον Pind. блистающей волной кудри покрывали всю спину.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αιθύσσω neergolven op, met acc.. Pind.
Middle Liddell
fut. ξω
to wave or float adown, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον Pind.; Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν Castor sheds his lustre down upon the hearth, Pind.