κήδος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῆδος]], -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)<br />[[κηδεστία]], [[συγγένεια]] λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («τῶν δ' ἄλλων οὐ [[κῆδος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θλίψη]], [[ανησυχία]], [[στενοχώρια]] (α. «εἴ πέρ τί σε [[κῆδος]] ἱκάνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πένθος]], [[κηδεία]] («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῑς ἀπαντώσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντικείμενο]] φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ [[κῆδος]] ὀρθώνυμον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[θυγατέρα]] («[[κῆδος]] Ἀδράστου λαβών» — [[αφού]] παντρεύθηκε τη [[θυγατέρα]] του Αδράστου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[γάμος]] («[[εἰκός]] τε καὶ τὸ [[κῆδος]] Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κήδεα</i><br />επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ [[γόον]] καὶ κήδεα λυγρά λεῑπε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ā</i><i>dos</i>- «[[φροντίδα]], [[λύπη]]», της ρίζας <i>k</i><i>ā</i><i>d</i>- «[[λύπη]], [[μίσος]]» ([[πρβλ]]. και αρχ. ινδ. <i>ri</i>-<i>ś</i><i>ā</i><i>das</i> «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. <i>s</i><i>ā</i><i>dra</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]», τοχαρ. A <i>kat</i> «[[καταστροφή]]», γαλλ. <i>hair</i> «[[μίσος]], αγγλ. <i>hate</i>, γερμ. <i>hassen</i>, <i>haβ</i> «[[μίσος]]»). Ο τ. [[κήδω]], [[κήδομαι]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο <i>Κηδικράτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηδεμών]], [[κηδεστής]], [[κηδεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήδειος]], [[κήδεος]], [[κήδιστος]], [[κηδόσυνος]], [[κηδωλός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Με Β' συνθετικό [[κήδομαι]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικήδομαι</i>, [[επικήδομαι]], [[περικήδομαι]], [[προκήδομαι]]. (Με Β' συνθετικό [[κήδος]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακηδής]], [[ανακηδής]], <i>αποκηδής</i>, [[αρθροκηδής]], [[δημοκηδής]], [[δυσκηδής]], [[λαθικηδής]], [[νεοκηδής]], [[πανακηδής]], [[πολυκηδής]], [[προσκηδής]], [[φιλοκηδής]], [[φρενοκηδής]].
|mltxt=[[κῆδος]], -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)<br />[[κηδεστία]], [[συγγένεια]] λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («τῶν δ' ἄλλων οὐ [[κῆδος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θλίψη]], [[ανησυχία]], [[στενοχώρια]] (α. «εἴ πέρ τί σε [[κῆδος]] ἱκάνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πένθος]], [[κηδεία]] («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντώσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντικείμενο]] φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ [[κῆδος]] ὀρθώνυμον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[θυγατέρα]] («[[κῆδος]] Ἀδράστου λαβών» — [[αφού]] παντρεύθηκε τη [[θυγατέρα]] του Αδράστου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[γάμος]] («[[εἰκός]] τε καὶ τὸ [[κῆδος]] Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κήδεα</i><br />επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ [[γόον]] καὶ κήδεα λυγρά λεῑπε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ā</i><i>dos</i>- «[[φροντίδα]], [[λύπη]]», της ρίζας <i>k</i><i>ā</i><i>d</i>- «[[λύπη]], [[μίσος]]» ([[πρβλ]]. και αρχ. ινδ. <i>ri</i>-<i>ś</i><i>ā</i><i>das</i> «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. <i>s</i><i>ā</i><i>dra</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]», τοχαρ. A <i>kat</i> «[[καταστροφή]]», γαλλ. <i>hair</i> «[[μίσος]], αγγλ. <i>hate</i>, γερμ. <i>hassen</i>, <i>haβ</i> «[[μίσος]]»). Ο τ. [[κήδω]], [[κήδομαι]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο <i>Κηδικράτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηδεμών]], [[κηδεστής]], [[κηδεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήδειος]], [[κήδεος]], [[κήδιστος]], [[κηδόσυνος]], [[κηδωλός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Με Β' συνθετικό [[κήδομαι]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικήδομαι</i>, [[επικήδομαι]], [[περικήδομαι]], [[προκήδομαι]]. (Με Β' συνθετικό [[κήδος]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακηδής]], [[ανακηδής]], <i>αποκηδής</i>, [[αρθροκηδής]], [[δημοκηδής]], [[δυσκηδής]], [[λαθικηδής]], [[νεοκηδής]], [[πανακηδής]], [[πολυκηδής]], [[προσκηδής]], [[φιλοκηδής]], [[φρενοκηδής]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

κῆδος, -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)
κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ' ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.)
2. θλίψη, ανησυχία, στενοχώρια (α. «εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει», Ομ. Ιλ.
β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ Διός», Ομ. Ιλ.)
3. πένθος, κηδεία («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντώσι», Αριστοτ.)
4. αντικείμενο φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθώνυμον», Αισχύλ.)
5. (ποιητ.) θυγατέρακῆδος Ἀδράστου λαβών» — αφού παντρεύθηκε τη θυγατέρα του Αδράστου, Ευρ.)
6. γάμοςεἰκός τε καὶ τὸ κῆδος Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», Θουκ.)
7. στον πληθ. τὰ κήδεα
επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρά λεῑπε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. kādos- «φροντίδα, λύπη», της ρίζας kād- «λύπη, μίσος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. ri-śādas «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. sādra «θλίψη, πόνος», τοχαρ. A kat «καταστροφή», γαλλ. hair «μίσος, αγγλ. hate, γερμ. hassen, haβ «μίσος»). Ο τ. κήδω, κήδομαι ανάγεται στην ίδια ρίζα αλλά δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Κηδικράτης.
ΠΑΡ. κηδεμών, κηδεστής, κηδεύω
αρχ.
κήδειος, κήδεος, κήδιστος, κηδόσυνος, κηδωλός.
ΣΥΝΘ. (Με Β' συνθετικό κήδομαι)
αρχ.
αντικήδομαι, επικήδομαι, περικήδομαι, προκήδομαι. (Με Β' συνθετικό κήδος)
αρχ.
ακηδής, ανακηδής, αποκηδής, αρθροκηδής, δημοκηδής, δυσκηδής, λαθικηδής, νεοκηδής, πανακηδής, πολυκηδής, προσκηδής, φιλοκηδής, φρενοκηδής.