ἐπίστιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "" to "ἡ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistios
|Transliteration C=epistios
|Beta Code=e)pi/stios
|Beta Code=e)pi/stios
|Definition=ον, Ion. for [[ἐφέστιος]] ([[quod vide|q.v.]]). <span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[ἐπίστιος]], [[]], = [[ἀνίσωμα]], <b class="b3">πίνουσα τὴν ἐ</b>. <span class="bibl">Anacr.90.4</span>.</span>
|Definition=ον, Ion. for [[ἐφέστιος]] ([[quod vide|q.v.]]). <span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[ἐπίστιος]], ἡ, = [[ἀνίσωμα]], <b class="b3">πίνουσα τὴν ἐ</b>. <span class="bibl">Anacr.90.4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:19, 30 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστιος Medium diacritics: ἐπίστιος Low diacritics: επίστιος Capitals: ΕΠΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: epístios Transliteration B: epistios Transliteration C: epistios Beta Code: e)pi/stios

English (LSJ)

ον, Ion. for ἐφέστιος (q.v.). II. ἐπίστιος, ἡ, = ἀνίσωμα, πίνουσα τὴν ἐ. Anacr.90.4.

German (Pape)

[Seite 984] ion. = ἐφέστιος, zum Hausheerde gehörig, im Hause aufgenommen, der Gast, Her. 1, 35, Ζεὺς ἐπ. = ξένιος, 1, 44; ἡ ἐπ. κύλιξ, zum Willkommen, Anacr. Ath. X, 447 c; – τὸ ἐπίστιον ist – a) bei Hom. das Schirmdach, unter welchem die aufs Land gezogenen Schiffe standen, Od. 6, 265. Vgl. νεώσοικος u. νεώριον. – b) bei Her. 5, 72. 73 der zu einem Hause gehörige Hausstand, Familie.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐφέστιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς ἐπίστιος Zeus protecteur du foyer domestique ; τὸ ἐπίστιον état d’une maison, d’une famille ; famille.
Étymologie: ἐπί, ἑστία ; ion. c. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

ἐπίστιος, -ον (Α)
1. εφέστιος
2. το θηλ. ως ουσ.ἐπίστιος
το ανίσωμα. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον
στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. επίστιον «εφέστιος», πράγμα που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. επι-στα (πρβλ. ίστημι). Το δε θηλ. η επίστιος απαντά ως επίθ. στη λ. κύλιξ και έχει τη σημασία εφέστιος «επί της εστίας», σημασία που προφανώς αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. επίστιον από τον Αρίσταρχο. Η επίστιος κύλιξ «κούπα πάνω στην εστία» αποτελούσε ένδειξη καλής υποδοχής].

Greek Monotonic

ἐπίστιος: -ον, Ιων. αντί ἐφέστιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστιος: ион. = ἐφέστιος.