ῥαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥαΐζω:''' поправляться после болезни, выздоравливать Plat., Dem., Luc.
|elrutext='''ῥαΐζω:''' [[поправляться после болезни]], [[выздоравливать]] Plat., Dem., Luc.
}}
}}

Revision as of 12:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱΐζω Medium diacritics: ῥαΐζω Low diacritics: ραΐζω Capitals: ΡΑΪΖΩ
Transliteration A: rhaḯzō Transliteration B: rhaizō Transliteration C: raizo Beta Code: r(ai/+zw

English (LSJ)

Ion. ῥηΐζω, (ῥᾶ, ῥᾴων) A grow easier, grow more endurable, of ailments, Hp.Epid.2.3.18, 4.56, etc. 2 of persons, find relief from pain, recover from illness, Id.Fract.5,19, Pl.R.462d, D.1.13; take one's rest, X.Cyr.7.5.68 (as v.l.): sometimes c. gen., ῥ. πόνων rest from toil, Memn.4; ῥ. ἐκ νόσου Ach.Tat.4.16; cf. ῥᾴδιος 11.2. II trans., make easier, alleviate an illness, Hp.Aph.5.25. [ῥαΐσαι τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν, Hsch.; 3sg. aor. subj. ῥαείσηι (sic) PCair.Zen.263.3 (iii B.C.), ῥαΐσηι PHamb.27.8 (iii B.C.).]

German (Pape)

[Seite 832] leichter werden, gew. Erleichterung bekommen, sich von einer schweren Krankheit erholen, ῥᾴων ἔχω ἐκ τῆς νόσου, Harpocr. aus Dem. 1, 13, von den Atticisten empfohlen; vgl. Plat. Rep. V, 462 d Ax. 364 e; Ath. XII, 536 e u. A., wie Luc. M. D. 5, 1; auch = von Sorgen und Geschäften ausruhen, Xen. Cyr. 7, 5, 68, wo jetzt ἐπὶ χώρας εἴη für ἔσω ῥαΐσειε steht; auch c. gen., πόνων, Memnon. 4; – das ion. ῥηΐζω hat Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾱΐζω: Ἰων. ῥηίζω: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, ῥᾴωνγίνομαι ἡσυχώτερος, μᾶλλον ἀνεκτός, ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· ἐνίοτε μετὰ γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, ἡσυχάζω, Μέμνων 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. ῥᾴδιος ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., κάμνω ἡσυχώτερον, ἀνακουφίζω ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262.

French (Bailly abrégé)

aller mieux, recouvrer ses forces ; p. ext. se reposer.
Étymologie: ῥᾴων.

Greek Monolingual

(I)
Ν
βλ. ραγίζω.
(II)
ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α
(το ενεργ
και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω
αρχ.
1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός
2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω
3. (ως μτβ.) ανακουφίζω κάποιον από αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον συγκριτικό βαθμό ῥήϊον / ῥᾴον του επιρρ. ῥᾴ / ῥήα «εύκολα, χωρίς κόπο» με κατάλ. -ίζω].

Greek Monotonic

ῥᾱΐζω: Ιων. ῥηΐζω, μέλ. -ΐσω (ῥᾴδιος), γίνομαι πιο ήσυχος, πιο ανεκτός, πιο ήπιος, λέγεται για νοσήματα· βρίσκω ανακούφιση, αναρρώνω από ασθένεια, λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ., Δημ.· ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ῥαΐζω: поправляться после болезни, выздоравливать Plat., Dem., Luc.