δεσμωτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
mNo edit summary
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[prisión]], [[cárcel]] πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.<i>Rh</i>.1375<sup>a</sup>6, <i>PCair.Zen</i>.77.5 (III a.C.), LXX <i>Ge</i>.39.22, Charito 6.7.8, <i>Eu.Matt</i>.11.2, <i>POxy</i>.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.<i>Grg</i>.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.<i>Mar</i>.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν <i>Rhamnonte</i> 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea</i> I.<i>Ap</i>.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX <i>Id</i>.16.21B, cf. Iust.<i>Nou</i>.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.<i>BI</i> 2.273, cf. Plu.<i>TG</i> 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.<i>Sent.Vat</i>.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza</i> de la atesorada por los avaros, Philostr.<i>VS</i> 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν <i>Apoph.Patr.Sys</i>.2.35.38.
|dgtxt=-ου, τό<br />[[prisión]], [[cárcel]] πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.<i>Rh</i>.1375<sup>a</sup>6, <i>PCair.Zen</i>.77.5 (III a.C.), [[LXX]] <i>Ge</i>.39.22, Charito 6.7.8, <i>Eu.Matt</i>.11.2, <i>POxy</i>.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.<i>Grg</i>.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.<i>Mar</i>.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν <i>Rhamnonte</i> 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea</i> I.<i>Ap</i>.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου [[LXX]] <i>Id</i>.16.21B, cf. Iust.<i>Nou</i>.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.<i>BI</i> 2.273, cf. Plu.<i>TG</i> 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.<i>Sent.Vat</i>.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza</i> de la atesorada por los avaros, Philostr.<i>VS</i> 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν <i>Apoph.Patr.Sys</i>.2.35.38.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 15:25, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμωτήριον Medium diacritics: δεσμωτήριον Low diacritics: δεσμωτήριον Capitals: ΔΕΣΜΩΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: desmōtḗrion Transliteration B: desmōtērion Transliteration C: desmotirion Beta Code: desmwth/rion

English (LSJ)

τό, prison, Th.6.60, Pl.Grg.486a, D.9.60, etc.; δεσμωτήριον ἀνδρῶν Hdt.3.23: pl., = Lat. ergastula, Plu.TG8.

German (Pape)

[Seite 551] τό, das Gefängniß, ἀνδρῶν Her. 3, 23; Thuc. 6, 60; Andoc. 1, 48 u. A.; εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Plat. Gorg. 486 a; εἰσάγειν Dem.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμωτήριον: τό, εἱρκτή, φυλακή, Θουκ. 6. 60, Πλάτ., κ. ἀλλ.· δ. ἀνδρῶν Ἡρόδ. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prison.
Étymologie: δεσμόω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
prisión, cárcel πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.Rh.1375a6, PCair.Zen.77.5 (III a.C.), LXX Ge.39.22, Charito 6.7.8, Eu.Matt.11.2, POxy.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.Grg.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.Mar.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν Rhamnonte 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea I.Ap.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX Id.16.21B, cf. Iust.Nou.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.BI 2.273, cf. Plu.TG 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23
fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.Sent.Vat.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza de la atesorada por los avaros, Philostr.VS 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν Apoph.Patr.Sys.2.35.38.

English (Strong)

from a derivative of δεσμόν (equivalent to δεσμέω); a place of bondage, i.e. a dungeon: prison.

English (Thayer)

δεσμωτηρίου, τό, a prison, jail: Herodotus), Thucydides, Plato, Demosthenes, others.)

Greek Monotonic

δεσμωτήριον: τό (δεσμόω), φυλακή, ειρκτή, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δεσμωτήριον: τό темница, тюрьма Her., Thuc., Plat., Arst., Dem., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσμωτήριον -ου, τό [δεσμός] gevangenis.

Middle Liddell

δεσμόω
a prison, Hdt., Thuc.

Greek Monolingual

το (AM δεσμωτήριον)
νεοελλ.
κρατητήριο, χώρος προσωρινού περιορισμού υποδίκου
αρχ.-μσν.
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης.

Chinese

原文音譯:desmwt»rion 得士摩-帖里按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:捆綁(處) 相當於: (סׄהַר‎)
字義溯源:囚禁的地方,監,監牢,監獄;源自(δεσμός)=鎖鏈);而 (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(4);太(1);徒(3)
譯字彙編
1) 監牢(3) 徒5:21; 徒5:23; 徒16:26;
2) 監(1) 太11:2

English (Woodhouse)

prison, place of custody

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)