κάταντα: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] adv. zu [[κατάντης]], bergab; πολλὰ δ [[ἄναντα]], [[κάταντα]], πάραντά τε δόχμιά τ' [[ἦλθον]] Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] adv. zu [[κατάντης]], bergab; πολλὰ δ [[ἄναντα]], [[κάταντα]], πάραντά τε δόχμιά τ' [[ἦλθον]] Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant ; [[ἄναντα]] καὶ [[κάταντα]] LUC par monts et par vaux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄντα]], cf. [[κατάντης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάταντα''': Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ [[κατάντης]]) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116. | |lstext='''κάταντα''': Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ [[κατάντης]]) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:45, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. downhill, downward, πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον = and ever upward, downward, sideward, and aslant they went Il.23.116, cf. Luc.Merc.Cond.26: c. gen., below, prob. in PFlor.370.7 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1366] adv. zu κατάντης, bergab; πολλὰ δ ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26.
French (Bailly abrégé)
adv.
en descendant ; ἄναντα καὶ κάταντα LUC par monts et par vaux.
Étymologie: κατά, ἄντα, cf. κατάντης.
Greek (Liddell-Scott)
κάταντα: Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ κατάντης) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ κάτω, ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
English (Autenrieth)
(κατάντης): adv., downhill, Il. 23.116†.
Greek Monolingual
κάταντα (Α)
επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον» — πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].
Greek Monotonic
κάταντα: επίρρ., κατωφερικά, προς τα κάτω, κατηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-αντα, adv., omlaag:. ἄναντα καὶ κάταντα omhoog en omlaag Luc. 36.26.
Russian (Dvoretsky)
κάταντα: adv. вниз с горы, под гору (ἄναντα, κ., πάραντά τε δόχμιά τ᾽ ἐλθεῖν Hom.): ἄναντα καὶ κ. Luc. погов. по горам и долам, т. е. решительно всюду.