ἔποχος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔποχος:'''<br /><b class="num">1)</b> едущий (ναῶν, ἅρμασιν Aesch.): [[λόγος]] μανίας ἔ. Eur. безумная речь;<br /><b class="num">2)</b> твердо сидящий на лошади, обладающий хорошей посадкой ([[γυνή]] Arph.): ἐπόχους ἡ [[θήρα]] ἀποδείκνυσι Xen. охота воспитывает всадников с твердой посадкой; ταῖς ἱππασίαις ἔ. Plut. опытный всадник;<br /><b class="num">3)</b> удобопроходимый: ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔ. Plut. река, проходимая для больших судов.
|elrutext='''ἔποχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[едущий]] (ναῶν, ἅρμασιν Aesch.): [[λόγος]] μανίας ἔ. Eur. безумная речь;<br /><b class="num">2)</b> твердо сидящий на лошади, обладающий хорошей посадкой ([[γυνή]] Arph.): ἐπόχους ἡ [[θήρα]] ἀποδείκνυσι Xen. охота воспитывает всадников с твердой посадкой; ταῖς ἱππασίαις ἔ. Plut. опытный всадник;<br /><b class="num">3)</b> удобопроходимый: ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔ. Plut. река, проходимая для больших судов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔποχος]], ον [[ἐπέχω]]<br /><b class="num">I.</b> [[mounted]] [[upon]] a [[horse]], [[chariot]], [[ship]], c. gen. vel dat., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Aesch.: metaph., [[λόγος]] μανίας ἔπ. words borne on [[madness]], i. e. [[frantic]] words, Eur.<br /><b class="num">2.</b> absol. having a [[good]] [[seat]] on [[horseback]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ. [[navigable]] by ships, Plut.
|mdlsjtxt=[[ἔποχος]], ον [[ἐπέχω]]<br /><b class="num">I.</b> [[mounted]] [[upon]] a [[horse]], [[chariot]], [[ship]], c. gen. vel dat., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Aesch.: metaph., [[λόγος]] μανίας ἔπ. words borne on [[madness]], i. e. [[frantic]] words, Eur.<br /><b class="num">2.</b> absol. having a [[good]] [[seat]] on [[horseback]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ. [[navigable]] by ships, Plut.
}}
}}

Revision as of 13:59, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποχος Medium diacritics: ἔποχος Low diacritics: έποχος Capitals: ΕΠΟΧΟΣ
Transliteration A: épochos Transliteration B: epochos Transliteration C: epochos Beta Code: e)/poxos

English (LSJ)

ον, (ἐπί, ϝέχω, cf.Lat. A veho) mounted upon, esp. on horses, chariots, and ships, c. gen. vel dat., ναῶν, ἅρμασιν, A.Pers.54,45 (anap.), cf. S.Ichn.181 (lyr.); τῷ ἐ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡνιόχῳ Ph.1.486, cf. Lib.Or.59.110 : metaph., λόγος μανίας ἔποχος = words borne on madness, i.e. frantic words, E.Hipp.214(anap.). 2 abs., having a good seat on horseback, X.Cyr.1.4.4; ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει ib. 8.1.35; ἔποχος εἶναι to have a good seat, Id.Eq.8.10, cf. Ar.Lys.677; also ἱππασίαις ἔποχος = practised in.., Plu.Mar.34. Adv. ἐπόχως, ἐγκαθῆσθαι = to sit fast, Poll.1.209. II Pass., ποταμὸς ναυσὶ ἔποχος = navigable by ships, Plu.Mar.15.

German (Pape)

[Seite 1011] 11 worauf getragen, worauf sitzend, reitend, fahrend, ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Aesch. Pers. 45; ναῶν 55; übertr., λόγος μανίας ἔποχος, eine vom Wahnsinn einhergetragene, eingegebene Rede, Eur. Hipp. 214; – auf dem Pferde festsitzend, sattelfest, δεῖ τὸν ἵππον ἀνὰ κράτος ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι Xen. Hipparch. 8, 10, vgl. Cyr. 1, 4, 4; übh. im Reiten geübt, Xen. öfter; ἱππικώτατον χρῆμα κἄποχον γυνή Ar. Lys. 677; ἱππασίαις ἔποχος Plut. Mar. 34; – übh. fest, unerschütterlich, Sp. auch adv., ἐπόχως ἐγκαθίσαι Poll. 1, 209. – 21 worauf man fahren kann, ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔποχος Plut. Mar. 15, für große Schiffe schiffbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποχος: -ον, (ἐπέχω), ὁ ἐποχούμενος, κυρίως ἐπὶ ἵππου, ἁμάξης ἢ πλοίου, μετὰ γεν. ἢ δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 45. 54· μεταφ., λόγος μανίας ἐπ., λόγος ὀχούμενος ἐπὶ τῆς μανίας, δηλ. μανιώδης, «τρελλός», Εὐρ. Ἱππ. 214 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμ. νηπιάας ὀχέειν). 2) ἀπολ., καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου καθήμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4 ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει αὐτόθι 8. 1, 35· ἐπεὶ δὲ δεῖ ἐν παντίοις τε χωρίοις τὸν ἵππον ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι, νὰ μένῃ τις καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8, 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 677· ὡσαύτως, ἱππασίας ἔποχος, ἠσκημένος εἰς..., Πλουτ. Μάρ. 34. ― Ἐπίρρ., ἐπόχως καθίσαι, ἀσφαλῶς, Πολυδ. Α΄, 209. ΙΙ. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ., πλωτός, Πλουτ. Μάρ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est porté ou monté sur : ἅρμασιν ESCHL sur des chars ; ναῶν ESCHL sur des vaisseaux ; fig. λόγος μανίας ἔποχος EUR paroles inspirées par un souffle de folie;
2 qui se tient solidement à cheval ; ἱππασίαις ἔποχος PLUT cavalier éprouvé;
3 navigable : ναυσὶ μεγάλαις PLUT pour de grands navires en parl. d’un fleuve.
Étymologie: ἐπέχω.

Greek Monolingual

ἔποχος, -ον επέχω (Α)
1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.)
2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο
3. ο γυμνασμένος στην ιππασία
4. πλωτός
5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός.

Greek Monotonic

ἔποχος: -ον (ἐπέχω),·
I. 1. αυτός που έχει ανέβει πάνω σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης, έφιππος άνδρας, επιβιβασμένος σε άρμα, σε πλοίο, με γεν. ή δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι, σε Αισχύλ.· μεταφ., λόγος μανίας ἔποχος, λόγια που προέρχονται από τρέλα, δηλ. κουβέντες μανίας ή τρέλας, σε Ευρ.
2. απόλ., αυτός που κάθεται σε καλή θέση πάνω στην πλάτη του αλόγου, σε Ξεν.
II. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔποχος, πλωτός για πλοία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔποχος:
1) едущий (ναῶν, ἅρμασιν Aesch.): λόγος μανίας ἔ. Eur. безумная речь;
2) твердо сидящий на лошади, обладающий хорошей посадкой (γυνή Arph.): ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδείκνυσι Xen. охота воспитывает всадников с твердой посадкой; ταῖς ἱππασίαις ἔ. Plut. опытный всадник;
3) удобопроходимый: ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔ. Plut. река, проходимая для больших судов.

Middle Liddell

ἔποχος, ον ἐπέχω
I. mounted upon a horse, chariot, ship, c. gen. vel dat., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Aesch.: metaph., λόγος μανίας ἔπ. words borne on madness, i. e. frantic words, Eur.
2. absol. having a good seat on horseback, Xen.
II. pass., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ. navigable by ships, Plut.