ἄδοξος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
mNo edit summary |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans gloire, obscur, vulgaire;<br /><b>2</b> méprisé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δόξα]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans gloire, obscur, vulgaire;<br /><b>2</b> méprisé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δόξα]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:55, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, A without δόξα, inglorious, πόλεμος D.5.5; disreputable, τέχνη X.Smp.4.56. 2 obscure, ignoble, πόλεις Isoc.12.253; ἀνώνυμοι καὶ ἄδοξοι D.8.66, cf. Arist.Rh.1384b31; of eunuchs, despised, X.Cyr.7.5.61. Adv. ἀδόξως Plu.Thes.35. II = παράδοξος, unexpected, S.Fr.71; improbable, opp. ἔνδοξος, Arist.Top. 159a39, etc.; τὰ ἀδοξότατα λέγειν ib.159a19.
German (Pape)
[Seite 37] 1) ohne δόξα, unberühmt, Isocr. 9, 66 steht ὀνομαστοί entgegen; πρόφασις οὐκ ἄδ., ein ehrenwerther Vorwand, Plut. Pomp. 70, u. öfter. – 2) unvermuthet, Soph. frg. bei B. A. 344. – Adv., schimpflich, Plut. Ages. 24 'Thes. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδοξος: -ον, ὁ ἄνευ δόξης, ἀφανής, ἄσημος· ― πόλεμοι, Δημ. 58. 6: = ἄτιμος, τέχνη, Ξεν. Συμπ. 4. 56. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀφανής, ἄσημος, Ἰσοκρ. 286Α., ἀνώνυμοι καὶ ἄδ., Δημ. 106. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24· ἐπὶ εὐνούχων, καταπεφρονημένος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. ― Ἐπίρρ. -ξως, Πλουτ. Θησ. 35. ΙΙ. = παράδοξος, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 71,. ἀπίθανος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνδοξος, Ἀριστ. Τοπ. 8. 6, 1, κτλ.· τὰ ἀδοξότατα λέγειν, αὐτόθι 9. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans gloire, obscur, vulgaire;
2 méprisé.
Étymologie: ἀ, δόξα.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de mala fama τέχνη X.Smp.4.56.
2 despreciable de los eunucos, X.Cyr.7.5.61, del fornicador, Gr.Nyss.Hom. in 1Cor.6.18.213.25, μηδὲν ... ἄδοξον ... πράξῃς POxy.79ue.4 (II d.C.)
•vergonzoso, indigno Welles, RC 1.63 (Tróade IV a.C.).
II 1oscuro, sin gloria, desconocido πόλεις Isoc.12.253, de pers., D.8.66, Arist.Rh.1384b31
•sin la gloria divina οὐκ ἄδοξος Thdt.M.80.1624C.
2 que no da gloria, poco glorioso πόλεμος D.5.5, πρόφασις οὐκ ἄδοξος un pretexto honroso Plu.Pomp.70.
III 1inesperado S.Fr.71.
2 no plausible, improbable θέσις Arist.Top.159a39
•paradójico τὰ ἀδοξότατα λέγειν Arist.Top.159a19.
IV adv. ἀδόξως = con mala fama ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ Aesop.249, cf. Plu.Ages.24.
Greek Monotonic
ἄδοξος: -ον (δόξα), άσημος, ταπεινός, αυτός που έχει κακή φήμη, σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για πρόσωπα, άσημος, ταπεινός, αυτός που δεν έχει ευγενική καταγωγή, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -ξως, σε Πλούτ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδοξος, -ον)
αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος
αρχ.
1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός
2. απίθανος, απροσδόκητος
3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δόξα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία, ἀδοξῶ].
Russian (Dvoretsky)
ἄδοξος:
1) неизвестный, незнатный Isocr.: ἐξ ἀδόξων ἔνιοι ἔνοδοξοι γίγνονται Dem. некоторые из неизвестных становятся знаменитыми;
2) бесславный, позорный (πόλεμος Dem.): πρόφασις οὐκ ἄδοξος Plut. благовидный предлог;
3) презираемый (εὐνοῦχοι, τέχνη Xen.);
4) невероятный, неправдоподобный (τὸ ἐρωτώμενον Arst.);
5) нежданный Soph.
Middle Liddell
δόξα
inglorious, disreputable, Xen., Dem.: —of persons, obscure, ignoble, Xen., etc.:—adv. -ξως, Plut.