ἀπολίτευτος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπολίτευτος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> не имеющий гражданских установлений (ἐθνη Arst.);<br /><b class="num">2)</b> непригодный для политической деятельности (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> стоящий вне политической жизни, аполитичный ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> политически бездеятельный (ὑπατεια Plut.);<br /><b class="num">5)</b> не имеющий государственного значения: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;<br /><b class="num">6)</b> неподходящий для государственных документов ([[λέξις]] Plut.). | |elrutext='''ἀπολίτευτος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> не имеющий гражданских установлений (ἐθνη Arst.);<br /><b class="num">2)</b> непригодный для политической деятельности (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[стоящий вне политической жизни]], [[аполитичный]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> политически бездеятельный (ὑπατεια Plut.);<br /><b class="num">5)</b> не имеющий государственного значения: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;<br /><b class="num">6)</b> неподходящий для государственных документов ([[λέξις]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολιτεύω]]<br />[[taking]] no [[part]] in [[public]] matters, [[living]] as a [[private]] [[person]], Plut. | |mdlsjtxt=[[πολιτεύω]]<br />[[taking]] no [[part]] in [[public]] matters, [[living]] as a [[private]] [[person]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 19 August 2022
English (LSJ)
[ῑ], ον, A without political constitution (πολιτεία), of nations, Arist.Pol.1327b26. II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b. 2 withdrawn from public life, private, βίος ib.1098d; θάνατος Id.Lyc. 29. 3 not in current use, λέξις Id.2.7a.
German (Pape)
[Seite 312] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; βίος, ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; θάνατος, der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; λόγος, λέξις, dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολίτευτος: [ῑ] -ον, ἄνευ πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνευ πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ πολιτικός, Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, ἀκατάλληλος πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, βίος, γῆρας ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. θάνατος, οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, γλῶσσα μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 étranger au gouvernement : βίος ἀπολίτευτος PLUT vie en dehors des affaires publiques;
2 peu fait pour le gouvernement, pour la politique;
3 inutile aux concitoyens, à l’État;
4 impopulaire;
5 qui n’est pas d’usage courant.
Étymologie: ἀ, πολιτεύω.
Spanish (DGE)
-ον
I carente de constitución ἔθνη Arist.Pol.1327b26.
II 1poco apto para la política (Μάριος) Plu.Mar.31.
2 que no tiene relación con la política βίος Plu.2.1098d, θάνατος Plu.Lyc.29.
III impopular ὑπατεία Plu.Crass.12, λόγοι Plu.2.1034b.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπολίτευτος, -ον)
αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής
2. ο απολίτιστος
αρχ.-μσν.
ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς
αρχ.
1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση
2. ακατάλληλος για την πολιτική
3. αυτός που έχει αποσυρθεί από την πολιτική
4. άχρηστος πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πολιτεύομαι. Η λ. με τη σημασία «απολίτιστος» μαρτυρείται από το 1836 στον Σ. Βαλέτα].
Greek Monotonic
ἀπολίτευτος: -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην πολιτική, που ζει ως ιδιώτης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολίτευτος: (ῑ)
1) не имеющий гражданских установлений (ἐθνη Arst.);
2) непригодный для политической деятельности (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);
3) стоящий вне политической жизни, аполитичный (βίος Plut.);
4) политически бездеятельный (ὑπατεια Plut.);
5) не имеющий государственного значения: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;
6) неподходящий для государственных документов (λέξις Plut.).
Middle Liddell
πολιτεύω
taking no part in public matters, living as a private person, Plut.