δίχηλος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δίχηλος:''' и [[διχηλός]], дор. и поздн. [[διχαλός|διχᾱλός]] 2<br /><b class="num">1)</b> раздвоенный ([[ἔμβασις]] Eur.; κέρατα, ἀστράγαλον Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с раздвоенными конечностями, т. е. клешнями ([[καρκίνος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> с раздвоенными копытами, парнокопытный ([[ἵππος]] ὁ [[ποτάμιος]] Her., Arst.; [[βοῦς]], [[ἔλαφος]] Arst.): δίχηλα ὕεια Luc. свиные ножки (блюдо).
|elrutext='''δίχηλος:''' и [[διχηλός]], дор. и поздн. [[διχαλός|διχᾱλός]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[раздвоенный]] ([[ἔμβασις]] Eur.; κέρατα, ἀστράγαλον Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с раздвоенными конечностями, т. е. клешнями ([[καρκίνος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> с раздвоенными копытами, парнокопытный ([[ἵππος]] ὁ [[ποτάμιος]] Her., Arst.; [[βοῦς]], [[ἔλαφος]] Arst.): δίχηλα ὕεια Luc. свиные ножки (блюдо).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχηλος Medium diacritics: δίχηλος Low diacritics: δίχηλος Capitals: ΔΙΧΗΛΟΣ
Transliteration A: díchēlos Transliteration B: dichēlos Transliteration C: dichilos Beta Code: di/xhlos

English (LSJ)

ον, A cloven-hoofed, Hdt.2.71; δ. ἔμβασις E.Ba.740:—freq. in Dor. form δίχᾱλος, Arist.PA663a31, al. II with two pincers, prongs, or claws, πυραγρέτης AP6.92 (Phil.); πάγουρος ib.196 (Stat. Flacc.), cf. Hero Bel.76.10; δίχιλα (sic) ξύλα BGU 37.4 (i A. D.); εἰς δίχηλον διεσχισμένος Hero Spir.1.28. III Subst., δίχηλα ὕεια pigs' trotters, Luc. Lex.6; cf. διχάλα.

German (Pape)

[Seite 646] mit gespaltenen Klauen; ἔμβασις, vom Fuße des Hirsches, Eur. Bacch. 733; ζῷα Arist. H. A. 2, 1, u. Sp.; von Krebsscheeren, Flacc. 3 (VI, 196); von der Feuerzange, Philp. 16 (VI, 92). Vgl. δίχαλος.

Greek (Liddell-Scott)

δίχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἄκρον πόδα εἰς δύο χηλάς διῃρημένον, δισχιδῆ, Ἡρόδ. 2. 71, Εὐρ. Βάκχ. 740· συνήθως ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ δίχᾱλος, ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. ὡς παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 31, κτλ., ἴδε Λεξ. Ἀριστ. ἐν λ. καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 639. ΙΙ. δίχηλον, τό, πυράγρακρεάγρα, Ἀνθ. Π. 6. 92, πρβλ. 6. 196. 2) δίχηλα ὕεια, πόδες χοίρου, Λουκ. Λεξ. 6· πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
postér. διχηλός et διχαλός, ός, όν :
qui a le pied fourchu ; subst. δίχηλα ὕεια LUC pieds de cochon.
Étymologie: δίς, χηλή.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δίχα- Hsch.; διχαλός Arist.PA 663a31; διχηλός Arist.GA 771a23
• Grafía: graf. δίχιλος BGU 37.4 (I d.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
I de anim.
1 de pezuña hendida, patihendido del hipopótamo, Hdt.2.71, D.S.1.35, ἔμβασις de la ternera, E.Ba.740, cf. D.S.3.28, de cérvidos, Arist.HA 499a2, del bisonte, Arist.HA 630b4, πόδες Arist.PA 659a26, Ps.Callisth.2.38B
subst. τὸ δ. la partición de la pezuña ἡ σχίσις καὶ τὸ δ. Arist.PA 663a31
τὰ διχηλά los animales de pezuña hendida Arist.GA 771a23, 774b6, PA 662b35, 686b18, HA 499b22, Orib.2.68.3
en gastronomía δίχηλα ὕεια manitas de cerdo Luc.Lex.6.
2 de dos extremidades, del avestruz de dos dedos Arist.PA 695a18
de dos pinzas καρκίνος AP 6.92 (Phil.), Ps.Callisth.2.38Γ, δ. ... πάγουρος AP 6.196 (Stat.Flacc.)
bífido γλῶσσα de una serpiente, Ps.Callisth.1.10B.
II de objetos que tiene dos brazos o derivaciones σιδηροῦς δάκτυλος ... ἐσχισμένος ... ὥστε δίχηλον γενέσθαι Hero Bel.76.10, σωλὴν ... εἰς δίχηλον διεσχισμένος Hero Spir.1.28
ahorquillado, en forma de horca ξύλα para escardar la tierra en un olivar BGU l.c.
que consta de dos partes ζυγόν Hsch.

Greek Monolingual

και δίχαλος, -η, -ο (AM δίχηλος, -ον και δίχαλος, -ον)
1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο
2. διχαλωτός
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλα
τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο μεσαία δάχτυλα τών ποδιών είναι περισσότερο ανεπτυγμένα από τα δύο πλευρικά, που είναι ατροφικά και δεν στηρίζονται στο έδαφος
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίχηλον
τσιμπίδα, κρεάγρα
2. φρ. «δίχηλα ὕεια» — γουρουνοπόδαρα.

Greek Monotonic

δίχηλος: -ον, Δωρ. δίχᾱλος (χηλή
I. αυτός που έχει δίχηλη οπλή, σε Ηρόδ., Ευρ. II.δίχηλον, τό, λαβίδα, τσιμπίδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δίχηλος: и διχηλός, дор. и поздн. διχᾱλός 2
1) раздвоенный (ἔμβασις Eur.; κέρατα, ἀστράγαλον Arst.);
2) с раздвоенными конечностями, т. е. клешнями (καρκίνος Anth.);
3) с раздвоенными копытами, парнокопытный (ἵπποςποτάμιος Her., Arst.; βοῦς, ἔλαφος Arst.): δίχηλα ὕεια Luc. свиные ножки (блюдо).

Middle Liddell

adj adj χηλή
I. cloven-hoofed, Hdt., Eur.
II. δίχηλον, ου, τό, a forceps, pincers, Anth.

English (Woodhouse)

with cloven hoof

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)