μισθωτός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μισθωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нанятый]], [[наемный]] (ἐπίκουροι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[арендованный]] (οἰκίαι Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> наемный слуга, работник Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> наемный воин, наемник Her., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> [[наймит]], [[агент]] (Φιλίππου Dem.).
|elrutext='''μισθωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нанятый]], [[наемный]] (ἐπίκουροι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[арендованный]] (οἰκίαι Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[наемный слуга]], [[работник]] Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> [[наемный воин]], [[наемник]] Her., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> [[наймит]], [[агент]] (Φιλίππου Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:22, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθωτός Medium diacritics: μισθωτός Low diacritics: μισθωτός Capitals: ΜΙΣΘΩΤΟΣ
Transliteration A: misthōtós Transliteration B: misthōtos Transliteration C: misthotos Beta Code: misqwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A hired, ἐπίκουροι Hdt.3.45, Pl.R.419; ἄνθρωποι Phld.Mus.p.67 K. II Subst., hireling, hired servant, Ar.Av.1152, Pl.Lg.918b, IG22.1672.28, Ev.Marc.1.20, etc.: freq. of soldiers, mercenaries, Hdt.1.61, Th. 5.6; of a spy or agent, D.18.38; μ. Φιλίππου ib.52; καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ Id.19.110.

German (Pape)

[Seite 191] gemiethet, um Lohn gedungen, Söldling; καὶ θῆτες, Plat. Polit. 290 a; ἐπίκουροι, Rep. IV, 419 u. öfter; comic. bei Ath. oft u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθωτός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ μισθῷ πράττων τι, Ἡρόδ. 3. 45· ἐπίκουροι Πλάτ. 419. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρετῶν, ὑπηρέτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1152, Πλάτ. Νόμ. 918Β, κτλ.· συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, οἱ μισθοφόροι, Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 5. 6· ἐπὶ κατασκόπου ἢ πράκτορος ξένων, Δημ. 238. 21· μ. Φιλίππου ὁ αὐτ. ἐν 242. 25· καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ ὁ αὐτ. ἐν 374. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. adj. pris à gages, mercenaire ; en parl. de maisons pris à loyer, loué;
II. subst.μισθωτός :
1 serviteur à gages;
2 soldat mercenaire;
3 agent salarié, espion.
Étymologie: μισθόω.

English (Strong)

from μισθόω; a wage-worker (good or bad): hired servant, hireling.

English (Thayer)

μισθωτοῦ, ὁ (μισθόω), one hired, a hireling: Aristophanes, Plato, Demosthenes, others; the Sept. for שָׂכִיר.)

Greek Monolingual

και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ μισθωτός, -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) μισθώνω
αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης
νεοελλ.
(νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με μισθό ή ημερομίσθιο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μισθωτός
α) ο υπηρέτης, ο βοηθός
β) (για στρατιώτες) ο μισθοφόρος
γ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, βαλτός.

Greek Monotonic

μισθωτός: -ή, -όν,
I. αυτός που κάνει κάτι έναντι μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. ως ουσ., μισθωτός εργάτης, μισθωτός υπηρέτης, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., μισθοφόροι, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μισθωτός:
1) нанятый, наемный (ἐπίκουροι Plat.);
2) арендованный (οἰκίαι Xen.).
II
1) наемный слуга, работник Plat., NT;
2) наемный воин, наемник Her., Thuc.;
3) наймит, агент (Φιλίππου Dem.).

Middle Liddell

μισθωτός, ή, όν [from μισθόω
I. hired, Hdt., Plat.
II. as substantive an hireling, hired servant, Ar.: of soldiers, in plural, mercenaries, Hdt., Thuc.

Chinese

原文音譯:misqwtÒj 米士拖拖士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:雇用的 相當於: (שָׂכִיר‎)
字義溯源:賺工資的工人,雇員,雇工;源自(μισθόω)=雇用);而 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資)。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(4);可(1);約(3)
譯字彙編
1) 雇工(4) 可1:20; 約10:12; 約10:13; 約10:13

English (Woodhouse)

hired, hireling, tool, hired for wages, in the pay of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)