σταγών: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στᾰγών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> капля: μεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. осаждаться в виде капель; φόνου σταγόνες Aesch. капли крови;<br /><b class="num">2)</b> перен. струя, влага: μαζῶν σ. Anth. влага сосцов, т. е. молоко;<br /><b class="num">3)</b> [[стагон]] (род металла) Plat. | |elrutext='''στᾰγών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[капля]]: μεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. осаждаться в виде капель; φόνου σταγόνες Aesch. капли крови;<br /><b class="num">2)</b> перен. струя, влага: μαζῶν σ. Anth. влага сосцов, т. е. молоко;<br /><b class="num">3)</b> [[стагон]] (род металла) Plat. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:06, 19 August 2022
English (LSJ)
όνος, ἡ, (στάζω) A drop, κροκοβαφὴς σταγών, of blood, A.Ag.1122 (lyr.), cf. Ch.400 (anap.); φόνου S.OT1278, cf. E.Ba.767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.); σταγόνες ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8; δίψιοι σταγόνες, of tears, A.Ch.186, cf. Ag.888; οἴνου χλωραὶ σταγόνες E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία σταγών, of wine, Ephipp.29; τῆς . . ἀπὸ Λέσβου . . σταγόνος Antiph.174.5; σταγὼν σπονδῖτις AP6.190 (Gaet.); σταγὼν μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.); σ. πίσσης Str.16.2.44; σταγὼν τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι with dewdrops, IG 14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα = drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626). II a metal = ὀρείχαλκος or ἄσπρον χάλκωμα, Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).
German (Pape)
[Seite 926] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών, Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; σπονδῖτις, Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. στάγες. – Bei Tim. Locr. 99 c neben μόλυβδος, ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν σιδήριον.
Greek (Liddell-Scott)
σταγών: -όνος, ἡ, (στάζω) «στάλα», «σταλαγματιά», κροκοβαφὴς στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ οἶνος ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ σπονδῖτις στ. = σπονδή, Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ γάλα, αὐτόθι 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ θάλασσα, Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, εἶναι κατάστικτος μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. στάγες ὥσπερ ἐξ ὀνομ. στάξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =ὀρείχαλκος, Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, etc.).
Étymologie: στάζω, cf. στάγες de *στάξ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σταγόνα.
Greek Monotonic
σταγών: -όνος, ἡ (στάζω), σταγόνα, ρανίδα, στάλα, σε Τραγ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταγών -όνος, ἡ [στάζω] druppel:. κροκοβαφὴς σ. saffraangekleurde druppel (van bloed, geel door angst) Aeschl. Ag. 1122; ἐξ ἁλιβλήτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σ. water dat druppelt uit een door de zee geslagen rots Eur. Suppl. 81.
Russian (Dvoretsky)
στᾰγών: όνος ἡ
1) капля: μεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. осаждаться в виде капель; φόνου σταγόνες Aesch. капли крови;
2) перен. струя, влага: μαζῶν σ. Anth. влага сосцов, т. е. молоко;
3) стагон (род металла) Plat.
Frisk Etymological English
See also: s. στάζω.
Middle Liddell
σταγών, όνος, ἡ, στάζω
a drop, Trag.
Frisk Etymology German
σταγών: {stagṓn}
See also: s. στάζω.
Page 2,773