μήνιμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0174.png Seite 174]] τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή [[τοί]] τι θεῶν [[μήνιμα]] γένωμαι, Il. 22, 358 Od. 11, 73, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. – Der Zorn, Groll, Κάδμου παλαιῶν [[Ἄρεος]] ἐκ μηνιμάτων, Eur. Phoen. 941; παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων, Plat. Phaedr. 244 d; einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0174.png Seite 174]] τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή [[τοί]] τι θεῶν [[μήνιμα]] γένωμαι, Il. 22, 358 Od. 11, 73, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. – Der Zorn, Groll, Κάδμου παλαιῶν [[Ἄρεος]] ἐκ μηνιμάτων, Eur. Phoen. 941; παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων, Plat. Phaedr. 244 d; einzeln bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> cause de colère <i>ou</i> de ressentiment, offense grave;<br /><b>2</b> ressentiment, courroux.<br />'''Étymologie:''' [[μηνίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μήνῑμα''': τό, ([[μηνίω]]) [[αἰτία]] ὀργῆς, μή τοί τι θεῶν [[μήνιμα]] γένωμαι, «[[μήπως]] τῆς ἐκ θεῶν βλάβης αἴτιός σοι καταστῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 358, Ὀδ. Λ. 73· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Φοίν. 934. 2) [[ἐνοχή]], ἰδίως αἵματος, δηλ. φόνου [[ἐνοχή]], Λατ. scelus piaculare, παλαιὰ μηνίματα, ἡ [[ἐνοχή]], ἥτις παραμένει εἴς τινα οἰκογένειαν ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων αὐτῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D· μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Ἀντιφῶν 127. 1· πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 941, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 637. ΙΙ. [[ἔκρηξις]] ὀργῆς, Jac. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 826.
|lstext='''μήνῑμα''': τό, ([[μηνίω]]) [[αἰτία]] ὀργῆς, μή τοί τι θεῶν [[μήνιμα]] γένωμαι, «[[μήπως]] τῆς ἐκ θεῶν βλάβης αἴτιός σοι καταστῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 358, Ὀδ. Λ. 73· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Φοίν. 934. 2) [[ἐνοχή]], ἰδίως αἵματος, δηλ. φόνου [[ἐνοχή]], Λατ. scelus piaculare, παλαιὰ μηνίματα, ἡ [[ἐνοχή]], ἥτις παραμένει εἴς τινα οἰκογένειαν ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων αὐτῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D· μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Ἀντιφῶν 127. 1· πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 941, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 637. ΙΙ. [[ἔκρηξις]] ὀργῆς, Jac. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 826.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> cause de colère <i>ou</i> de ressentiment, offense grave;<br /><b>2</b> ressentiment, courroux.<br />'''Étymologie:''' [[μηνίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήνῑμα Medium diacritics: μήνιμα Low diacritics: μήνιμα Capitals: ΜΗΝΙΜΑ
Transliteration A: mḗnima Transliteration B: mēnima Transliteration C: minima Beta Code: mh/nima

English (LSJ)

ατος, τό,
A cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Il.22.358, Od.11.73; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων E.Ph.934, cf. Trag.Adesp.in PLit.Lond.79.
2 guilt, esp. blood-guiltiness, παλαιὰ μηνίματα = guilt that cleaves to a family from the sins of their forefathers, Pl.Phdr.244d, cf. Hierocl.in CA11p.445M.; μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Antipho 4.2.8.
II wrath, Ach. Tat.5.27: in plural, ib.25; μηνίματα τῆς γῆς Philostr.VA6.11, cf.41.

German (Pape)

[Seite 174] τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, Il. 22, 358 Od. 11, 73, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. – Der Zorn, Groll, Κάδμου παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων, Eur. Phoen. 941; παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων, Plat. Phaedr. 244 d; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 cause de colère ou de ressentiment, offense grave;
2 ressentiment, courroux.
Étymologie: μηνίω.

Greek (Liddell-Scott)

μήνῑμα: τό, (μηνίω) αἰτία ὀργῆς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, «μήπως τῆς ἐκ θεῶν βλάβης αἴτιός σοι καταστῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 358, Ὀδ. Λ. 73· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Φοίν. 934. 2) ἐνοχή, ἰδίως αἵματος, δηλ. φόνου ἐνοχή, Λατ. scelus piaculare, παλαιὰ μηνίματα, ἡ ἐνοχή, ἥτις παραμένει εἴς τινα οἰκογένειαν ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων αὐτῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D· μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Ἀντιφῶν 127. 1· πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 941, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 637. ΙΙ. ἔκρηξις ὀργῆς, Jac. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 826.

Greek Monolingual

μήνιμα, τὸ (Α) μηνίω
1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.)
2. ενοχή, ιδίως για φόνο
3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής.

Greek Monotonic

μήνῑμα: -ατος, τό (μηνίω),·
1. το αίτιο της οργής, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, (φοβάμαι) μήπως είμαι η αιτία που προκάλεσε την οργή (των θεών) πάνω σου, σε Όμηρ.
2. ενοχή, τύψη για το αίμα που έχει χύσει κάποιος, δηλ. για τη διάπραξη φόνου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μήνῑμα: ατος τό
1) причина гнева (μὴ τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Hom.);
2) pl. (тж. μ. δαιμόνιον Plut.; преимущ. pl.) (божий) гнев, негодование богов (παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur.): τὰ δημόσια τῶν πόλεων μηνίματα Plut. обрушившийся на города божий гнев.

Middle Liddell

μήνῑμα, ατος, τό, μηνίω
1. a cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι lest I be the cause of bringing wrath upon thee, Hom.
2. guilt, blood-guiltiness, Plat.