μύρτον: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des [[μύρτος]]; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Theil der weiblichen Schaam, sonst [[κλειτορίς]], Ar. Lys. 1004, vgl. [[μυρτοχειλίδες]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des [[μύρτος]]; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Theil der weiblichen Schaam, sonst [[κλειτορίς]], Ar. Lys. 1004, vgl. [[μυρτοχειλίδες]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> baie de myrte;<br /><b>2</b> « le bouton », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρτον''': -ου, τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = [[μυρσίνη]], Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· ταὐτόσημον τῷ [[νύμφη]] ἢ [[κλειτορίς]], Ροῦφος σελ. 32, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· μυρτόχειλα, τά, καὶ [[μυρτοχειλίδες]], αἱ, τὰ χείλη [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]].
|lstext='''μύρτον''': -ου, τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = [[μυρσίνη]], Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· ταὐτόσημον τῷ [[νύμφη]] ἢ [[κλειτορίς]], Ροῦφος σελ. 32, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· μυρτόχειλα, τά, καὶ [[μυρτοχειλίδες]], αἱ, τὰ χείλη [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> baie de myrte;<br /><b>2</b> « le bouton », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτον Medium diacritics: μύρτον Low diacritics: μύρτον Capitals: ΜΥΡΤΟΝ
Transliteration A: mýrton Transliteration B: myrton Transliteration C: myrton Beta Code: mu/rton

English (LSJ)

τό, A myrtle-berry, Pherecr.148, Ar.Av.160, 1100, Pl.R. 372c, Theopomp.Com.67, Antiph.179.4, Thphr.HP1.12.1, Char.11.4, etc. 2 = μυρσίνη, Archil.164. II pudenda muliebria, Ar. Lys.1004, Ruf.Onom.111, Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 222] τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des μύρτος; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Theil der weiblichen Schaam, sonst κλειτορίς, Ar. Lys. 1004, vgl. μυρτοχειλίδες.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 baie de myrte;
2 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: μύρτος.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτον: -ου, τό, ὁ καρπὸς τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = μυρσίνη, Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· ταὐτόσημον τῷ νύμφηκλειτορίς, Ροῦφος σελ. 32, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· μυρτόχειλα, τά, καὶ μυρτοχειλίδες, αἱ, τὰ χείλη αὐτοῦ, αὐτόθι.

Spanish

rama de mirto

Greek Monotonic

μύρτον: -ου, τό, ο καρπός της μυρτιάς, Λατ. myrtum, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μύρτον:
1) миртовая ягода Arph., Plat.;
2) Arph. = κλειτορίς 2.

Middle Liddell

μύρτον, ου, τό,
a myrtle-berry, Lat. myrtum, Ar. [from μύρτος