ἀντιφέρω: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀντοίσω, <i>ao.</i> ἀντήνεγκα, <i>etc.</i><br />porter contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιφέρομαι s’opposer à, résister à : [[ἀργαλέος]] ἀντιφέρεσθαι IL contre qui la résistance est difficile ; [[μένος]] ἀντιφέρεσθαί τινι IL se mesurer avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φέρω]].
|btext=<i>f.</i> ἀντοίσω, <i>ao.</i> ἀντήνεγκα, <i>etc.</i><br />porter contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιφέρομαι s'opposer à, résister à : [[ἀργαλέος]] ἀντιφέρεσθαι IL contre qui la résistance est difficile ; [[μένος]] ἀντιφέρεσθαί τινι IL se mesurer avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φέρω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 07:44, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφέρω Medium diacritics: ἀντιφέρω Low diacritics: αντιφέρω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΩ
Transliteration A: antiphérō Transliteration B: antipherō Transliteration C: antifero Beta Code: a)ntife/rw

English (LSJ)

A set against, Pl.Erx.395b; ἀ. πόλεμον ἐπί τινι AP7.438 (Damag.): used by Hom. only in Med. or Pass., set oneself against, fight against another, ἀντεφέροντο μάχη Il.5.701; ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι hard to oppose, 1.589, cf. Od.16.238: c. acc. cogn., μένος ἀ. τινί match oneself with another in strength, Il.21.482; τίς Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP9.625 (Maced.). II Pass., to be borne in a contrary direction to, τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, cf. Ph.215a30; τῷ παντὶ τὴν φοράν Theo Sm.p.134 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφέρω: μέλλ. ἀντοίσω, ἀντιτάσσω, ὥστε μὴ ἔχειν ὅ, τι πρὸς ταῦτα ἀντεφέρωσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 395Β· ἀντ. πόλεμον ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 7. 438: - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, φέρομαι ἐναντίον τινός, ἐπιτίθεμαι, μάχῃ ἀντεφέροντο, «ἐξ ἐναντίας ἐφέροντο» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 701· ἀνθίσταμαι, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι, «ὅ ἐστιν ἐναντιοῦσθαι καὶ φιλονεικεῖν» (Σχόλ.) Α. 589· ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ’ ἀντιφέρεσθαι Ὀδ. Π. 238· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, ἀνθαμιλλᾶσθαί σοι κατὰ τὴν ἰσχὺν «ἐναντιοῦσθαι τὴν δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 482· πρβλ. ἀντιφερίζω. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν πρός τι, τῷ οὐρανῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 10, 2, πρβλ. Φυσ. 2. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντοίσω, ao. ἀντήνεγκα, etc.
porter contre;
Moy. ἀντιφέρομαι s'opposer à, résister à : ἀργαλέος ἀντιφέρεσθαι IL contre qui la résistance est difficile ; μένος ἀντιφέρεσθαί τινι IL se mesurer avec qqn.
Étymologie: ἀντί, φέρω.

Spanish (DGE)

I intr., en v. med.
1 oponerse, enfrentarse ἀντεφέροντο μάχῃ Il.5.701, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι Il.1.589, cf. Od.16.238, τίς γὰρ Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP 9.625 (Maced.)
c. ac. de rel. equipararse μένος ἀντιφέρεσθαί τοι Il.21.482.
2 de los astros moverse en dirección contraria τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, <τῷ> παντί Theo.Sm.p.134
de un móvil τὸ μὲν δι' οὖ φέρεται αἴτιον ὅτι ἐμποδίζει, μάλιστα μὲν ἀντιφερόμενον el por donde se mueve (un móvil) es el causante de la reducción de velocidad, sobre todo al moverse en sentido contrario Arist.Ph.215a30.
II tr., en v. act. mover en dirección contraria πεττούς Pl.Erx.395b
mover ἐπ' Αἰτωλοῖς πόλεμον AP 7.438 (Damag.).

Greek Monolingual

ἀντιφέρω (Α)
1. αντιτάσσω
2. (-ομαι) α) φέρομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εναντιώνομαι
6) φέρομαι προς κατεύθυνση αντίθετη.

Greek Monotonic

ἀντιφέρω: θέτω εναντίον, τι ἐπί τινι, σε Ανθ. — Μέσ. ή Παθ., τοποθετώ τον εαυτό μου εναντίον, πολεμώ ενάντια σε, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφέρω:
1) противопоставлять, выдвигать (τι πρός τι Plat.);
2) нести против: ἀ. πόλεμον ἐπί τινι Anth. идти войной на кого-л.;
3) нести в обратном направлении (ἀντιφέρεσθαι κατὰ τὸν κύκλον Arst.);
4) med. противиться, меряться (ἀ. μένος τινί Hom.): ἀργαλέος ἀ. Hom. неодолимый, непобедимый.

Middle Liddell


to set against, τι ἐπί τινι Anth.:—Dep or Pass. to set oneself against, fight against, Hom.