ματάω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=matao | |Transliteration C=matao | ||
|Beta Code=mata/w | |Beta Code=mata/w | ||
|Definition=(μάτην):—poet. Verb, | |Definition=(μάτην):—poet. Verb, to [[be idle]], [[dally]], ἀπέκοψε παρήορον οὐδὲ μάτησε <span class="bibl">Il.16.474</span>, cf. <span class="bibl">23.510</span>; <b class="b3">μὴ τὼ μὲν</b> (sc. [[ἵππω]]) δείσαντε ματήσετον <span class="bibl">5.233</span>; <b class="b3">οὐ ματᾷ τοὔργον</b> the work [[lags]] not, goes on apace, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>57</span>; <b class="b3">ματᾶν ὁδῷ</b> [[to loiter]] by the way, <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>37</span>; <b class="b3">ἰδώμεθ', εἴ τι τοῦδε φροιμίου ματᾷ</b> [[is in vain]], [[is fruitless]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>142</span>; of persons, [[fail of]] a thing, τινος <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.102</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 03:40, 24 August 2022
English (LSJ)
(μάτην):—poet. Verb, to be idle, dally, ἀπέκοψε παρήορον οὐδὲ μάτησε Il.16.474, cf. 23.510; μὴ τὼ μὲν (sc. ἵππω) δείσαντε ματήσετον 5.233; οὐ ματᾷ τοὔργον the work lags not, goes on apace, A.Pr.57; ματᾶν ὁδῷ to loiter by the way, Id.Th.37; ἰδώμεθ', εἴ τι τοῦδε φροιμίου ματᾷ is in vain, is fruitless, Id.Eu.142; of persons, fail of a thing, τινος Opp.H.3.102.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτάω: μέλλ. -ήσω, (μάτην)· ― ποιητ. ῥῆμα, εἶμαι ἀργός, ὀκνηρός, βραδύνω, ἀργοπορῶ, ἀμελῶ, ἀφίνω νὰ παρέρχηται ὁ χρόνος, ἀπέκοψε παρήορον οὐδ’ ἐμάτησεν (ἢ οὐδὲ μάτησεν), «οὐδὲ ἐματαιοπράγησεν ἢ ἠμέλησεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 474, πρβλ. Ψ. 510· ὡς τὼ μὲν (ἐξυπ. ἵππω) δείσαντε ματήσετον Ε. 232, πρβλ. ματία· οὐ ματᾷ τοὖργον, τὸ ἔργον δὲν βραδύνει, προχωρεῖ, προβαίνει, Αἰσχύλ. Πρ. 57· ματᾶν ὁδῷ, διατρίβειν καθ’ ὁδόν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 37· ἰδώμεθ’, εἴ τι τοῦδε φροίμιον ματᾷ ἂν εἶναι μάταιον, ἀνωφελές, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 141· ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ ἁμαρτάνω, ἀποτυγχάνω εἴς τι πρᾶγμα, τινος Ὁππ. Ἁλ. 3. 103. ― Πρβλ. ματᾴζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ματήσω, ao. ἐμάτησα, pf. inus.
être vain, sans effet, perdre sa peine ou son temps : ὁδῷ, faire un chemin inutile.
Étymologie: μάτην.
English (Autenrieth)
(μάτην), aor. ἐμάτησεν, subj. du. ματήσετον: do in vain, fail, Il. 16.474; then be idle, delay, linger.
Greek Monotonic
μᾰτάω: (μάτη), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐμάτησα, Επικ. μάτησα· είμαι οκνηρός, χασομερώ, χρονοτριβώ, χαζεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ ματᾷ τοὖργον, το έργο δεν πρέπει να καθυστερεί, σε Αισχύλ.· ματᾶν ὁδῷ, χαζεύω στο δρόμο, στον ίδ.· φροίμιον ματᾷ, είναι μάταιο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰτάω:
1) бездействовать, медлить (οὐ μάτησεν Σθένελος Hom.): οὐ ματᾷ τοὔργον τόδε Aesch. дело не стоит;
2) быть напрасным, бесполезным: τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷ Aesch. надеюсь, что они не напрасно совершат (свой) путь;
3) быть пустым, бессмысленным: ἰδώμεθ᾽, εἴ τι τοῦδε φροιμίου ματᾷ Aesch. посмотрим, не бессмысленна ли эта речь.
Middle Liddell
μᾰτάω, μάτη
to be idle, to dally, loiter, linger, Il.; οὐ ματᾷ τοὖργον the work lags not, Aesch.; ματᾶν ὁδῷ to loiter by the way, Aesch.; φροίμιον ματᾷ is in vain, Aesch.