κατασπεύδω: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ [[πρᾶγμα]] κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ [[πρᾶγμα]] κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=hâter vivement, presser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπεύδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασπεύδω''': μέλλ. -σω, [[ἐπιταχύνω]] τινα, [[βιάζω]], τὸ [[πρᾶγμα]] κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ [[βιαστικός]], [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ [[ἀλλήλων]] διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον [[εἶδος]] τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ [[κατασπέρχω]]), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, [[σπεύδω]], Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13). | |lstext='''κατασπεύδω''': μέλλ. -σω, [[ἐπιταχύνω]] τινα, [[βιάζω]], τὸ [[πρᾶγμα]] κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ [[βιαστικός]], [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ [[ἀλλήλων]] διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον [[εἶδος]] τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ [[κατασπέρχω]]), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, [[σπεύδω]], Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:25, 1 October 2022
English (LSJ)
A urge, hasten on, πρᾶγμα Aeschin.3.67, cf. LXX Ex. 5.13:—Pass., of words, to be urgent or rapid, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν D.H. Comp.20 (Upton for κατεσπάσθαι) κατεσπεῦσθαι (v.l. -εσπάσθαι) τὴν λέξιν Gal.16.548; τὰ κατεσπευσμένα Longin.19.2; ἡ ἁρμονία οὐ κ. Id.40.4. 2 agitate, dismay, τινα LXX Da.4.16(19). II intr., make haste, hasten, ib.De.33.2.
German (Pape)
[Seite 1380] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett.
French (Bailly abrégé)
hâter vivement, presser, acc..
Étymologie: κατά, σπεύδω.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπεύδω: μέλλ. -σω, ἐπιταχύνω τινα, βιάζω, τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ βιαστικός, ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ ἀλλήλων διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον εἶδος τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ κατασπέρχω), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, σπεύδω, Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13).
Greek Monolingual
κατασπεύδω (Α)
1. επισπεύδω, επιταχύνω
2. ταράζω, φοβίζω
3. σπεύδω
4. παθ. κατασπεύδομαι
(για λόγο) είμαι ταχύς, ορμητικός.
Greek Monotonic
κατασπεύδω: μέλ. -σω, πιέζω, βιάζω, παρακινώ ή σπεύδω, επιταχύνω, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κατασπεύδω: ускорять, торопить (τὸ πρᾶγμα Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σπεύδω bespoedigen.