ἠερόεις: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] εσσα, εν, ion. u. ep. statt [[ἀερόεις]], dämmerig, nebelig, [[dunkel]]; [[Τάρταρος]] Il. 8, 13; Hes. Th. 119. 682 u. sp. D., wie Orph. H. 55, 10; so auch [[ζόφος]], Il. 15, 191. 21, 56, von der Schattenseite der Erde; ἠερόεντα κέλευθα, der dunkle Todesweg, Od. 20, 64. Bei Qu. Sm. 6, 422 heißt so auch der hohe Olympus; [[ἴασπις]] D. Per. 7, 24; vgl. χροιή Nic. Ther. 257; Opp. Cyn. 3, 74. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] εσσα, εν, ion. u. ep. statt [[ἀερόεις]], dämmerig, nebelig, [[dunkel]]; [[Τάρταρος]] Il. 8, 13; Hes. Th. 119. 682 u. sp. D., wie Orph. H. 55, 10; so auch [[ζόφος]], Il. 15, 191. 21, 56, von der Schattenseite der Erde; ἠερόεντα κέλευθα, der dunkle Todesweg, Od. 20, 64. Bei Qu. Sm. 6, 422 heißt so auch der hohe Olympus; [[ἴασπις]] D. Per. 7, 24; vgl. χροιή Nic. Ther. 257; Opp. Cyn. 3, 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion. p.</i> [[ἀερόεις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠερόεις''': εσσα, εν, Ἰων καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, [[ὅπερ]] σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται, συννεφώδης, [[σκοτεινός]], [[Τάρταρος]] Ἰλ. Θ. 13, κτλ., Ἡσ. Θ. 119· [[ζόφος]] Ἰλ. Ο. 191, κτλ.· ἠερόεντα κέλευθα, ἡ ζοφερὰ ὁδός, δηλ. ὁ [[θάνατος]], Ὀδ. Υ. 64· παρὰ μεταγεν., ἠερ. [[ἴασπις]] Διον. Π. 724· μόλιβδος Μανέθων 6. 391· [[πελιδνός]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, Νίκ. Θ. 257. | |lstext='''ἠερόεις''': εσσα, εν, Ἰων καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, [[ὅπερ]] σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται, συννεφώδης, [[σκοτεινός]], [[Τάρταρος]] Ἰλ. Θ. 13, κτλ., Ἡσ. Θ. 119· [[ζόφος]] Ἰλ. Ο. 191, κτλ.· ἠερόεντα κέλευθα, ἡ ζοφερὰ ὁδός, δηλ. ὁ [[θάνατος]], Ὀδ. Υ. 64· παρὰ μεταγεν., ἠερ. [[ἴασπις]] Διον. Π. 724· μόλιβδος Μανέθων 6. 391· [[πελιδνός]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, Νίκ. Θ. 257. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:15, 2 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, Ion. and Ep. for ἀερόεις (q.v., cf. cj. in Telest.1.12) A cloudy, murky, Τάρταρος Il.8.13, al., cf. Hes.Th.119; ζόφος Il.15.191, etc.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i.e. death), Od.20.64; later ἠ. ἴασπις D.P. 724; μόλυβδος Man.6.391; livid, χροιή Nic.Th.257. II epithet of ὄναγρος,= ταχύς, acc. to Sch., Opp.C.3.183.
German (Pape)
[Seite 1155] εσσα, εν, ion. u. ep. statt ἀερόεις, dämmerig, nebelig, dunkel; Τάρταρος Il. 8, 13; Hes. Th. 119. 682 u. sp. D., wie Orph. H. 55, 10; so auch ζόφος, Il. 15, 191. 21, 56, von der Schattenseite der Erde; ἠερόεντα κέλευθα, der dunkle Todesweg, Od. 20, 64. Bei Qu. Sm. 6, 422 heißt so auch der hohe Olympus; ἴασπις D. Per. 7, 24; vgl. χροιή Nic. Ther. 257; Opp. Cyn. 3, 74.
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἀερόεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερόεις: εσσα, εν, Ἰων καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, συννεφώδης, σκοτεινός, Τάρταρος Ἰλ. Θ. 13, κτλ., Ἡσ. Θ. 119· ζόφος Ἰλ. Ο. 191, κτλ.· ἠερόεντα κέλευθα, ἡ ζοφερὰ ὁδός, δηλ. ὁ θάνατος, Ὀδ. Υ. 64· παρὰ μεταγεν., ἠερ. ἴασπις Διον. Π. 724· μόλιβδος Μανέθων 6. 391· πελιδνός, ἐπὶ ἀσθενοῦς, Νίκ. Θ. 257.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (άήρ): cloudy, gloomy, mostly with reference to the nether world, Il. 8.13, Il. 15.191, Od. 20.64.
Greek Monolingual
ἠερόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. και ιων. τ. του άχρ. ἀερόεις)
1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.)
2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.)
3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς
4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή κάθοδος στον Άδη, δηλ. ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + καταλ. -όεις, πρβλ. δακρυόεις, κυματόεις].
Greek Monotonic
ἠερόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀερ- (ἀήρ), «συννεφώδης», σκοτεινός, ομιχλώδης, θαμπός, ζοφερός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠερόεντα κέλευθα, η ζοφερή οδός (δηλ. ο θάνατος), σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
ἠεροειδής Meaning: misty, cloudy,
Etymology: s. ἀήρ, ἠέρος
Middle Liddell
ἠερόεις, εσσα, εν [epic for ἀερόεις [ἀήρ]
hazy, murky, Il.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i. e. death), Od.
Frisk Etymology German
ἠερόεις: ἠεροειδής
{ēeróeis}
Meaning: nebelig, umwölkt,
Etymology: von ἀήρ, ἠέρος, s. d.
Page 1,624