προσανάγω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0749.png Seite 749]] (s. [[ἄγω]]), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προσαναγομένης, – sc. τὴν ναῦν, landen, Plut. Pyrrh. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0749.png Seite 749]] (s. [[ἄγω]]), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προσαναγομένης, – sc. τὴν ναῦν, landen, Plut. Pyrrh. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσανάξω, <i>ao.2</i> προσανήγαγον, <i>etc.</i><br />s'approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνάγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσανάγω''': [[ἀνάγω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀναβιβάζω]], ἐς [[φάος]] ἐκ βυθίας [[ποτανάγαγον]] ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., [[πλησιάζω]], Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν [[ὀπίσω]] πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15. | |lstext='''προσανάγω''': [[ἀνάγω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀναβιβάζω]], ἐς [[φάος]] ἐκ βυθίας [[ποτανάγαγον]] ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., [[πλησιάζω]], Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν [[ὀπίσω]] πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:33, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰγ], Dor. ποτ-, A carry up to, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Hymn.Is.161:—Pass., to be drawn up, πρός τι v.l. for προσαγ- in D.H.Comp.14. 2 seemingly intr., come up to, approach, f.l. for προσαγαγοῦσαν in Plu.2.564c; π. τῇ γῇ approached the land, Id.Pyrrh.15.
German (Pape)
[Seite 749] (s. ἄγω), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προσαναγομένης, – sc. τὴν ναῦν, landen, Plut. Pyrrh. 15.
French (Bailly abrégé)
f. προσανάξω, ao.2 προσανήγαγον, etc.
s'approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνάγω.
Greek (Liddell-Scott)
προσανάγω: ἀνάγω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζω, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἀνέρχομαι πρός..., πλησιάζω, Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν ὀπίσω πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15.
Greek Monolingual
Α ἀνάγω
1. ανυψώνω κάτι προς κάτι άλλο
2. (αμτβ.) προσεγγίζω, πλησιάζω
3. παθ. προσανάγομαι
άγομαι, οδηγούμαι προς τα επάνω
4. φρ. «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.
Greek Monotonic
προσανάγω: μέλ. -ξω, φαινομενικά αμτβ., προσανάγω τῇ γῇ, επανέρχομαι στη γη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσανάγω:
1) (sc. ἑαυτόν) подходить (ἐγγύς Plut.);
2) (sc. τὴν ναῦν) приставать, причаливать (τῇ γῇ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ανάγω naderen, met dat.