δυσκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer zu bewegen, unbeweglich; γᾶ Plat. Locr. 98 c; Tim. 56 a; σκώληκες, langsam sich bewegend, Arist. H. A. 5, 19; πλοῖα Pol. 1, 22; neben [[μόνιμος]], fest, beständig, Plut. Thes. 36 u. öfter; – daher = unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 660 (VII. 221); – vom Geiste, langsam, δυσκινήτως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Plat. Rep. VI, 503 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer zu bewegen, unbeweglich; γᾶ Plat. Locr. 98 c; Tim. 56 a; σκώληκες, langsam sich bewegend, Arist. H. A. 5, 19; πλοῖα Pol. 1, 22; neben [[μόνιμος]], fest, beständig, Plut. Thes. 36 u. öfter; – daher = unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 660 (VII. 221); – vom Geiste, langsam, δυσκινήτως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Plat. Rep. VI, 503 d.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à mouvoir;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> qui ne se laisse pas émouvoir;<br /><b>2</b> lent <i>ou</i> pesant (d'esprit);<br /><b>3</b> ferme, résolu.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κινέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκίνητος''': [ῑ], -ον, δυσκόλως κινούμενος, Πλάτ. Τιμ. 56Α, κτλ. ΙΙ. [[βραδύς]], δ. πρὸς τοὺς φόβους, ὁ αὐτ. Πολ. 503D· δ. ὑπὸ ὀργῆς Ἀριστ. π. Ἀρετ. 2. 1· δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ., δυσκινήτως καὶ ἀμαθῶς ἔχειν Πλάτ. Πολ. 503D. 2) [[σταθερός]], ἀποφασιστικός, Πλούτ. Θησ. 36· καί, ἀνεξιλέωτος, ᾍδης Ἀνθ. Π. 7. 221.
|lstext='''δυσκίνητος''': [ῑ], -ον, δυσκόλως κινούμενος, Πλάτ. Τιμ. 56Α, κτλ. ΙΙ. [[βραδύς]], δ. πρὸς τοὺς φόβους, ὁ αὐτ. Πολ. 503D· δ. ὑπὸ ὀργῆς Ἀριστ. π. Ἀρετ. 2. 1· δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ., δυσκινήτως καὶ ἀμαθῶς ἔχειν Πλάτ. Πολ. 503D. 2) [[σταθερός]], ἀποφασιστικός, Πλούτ. Θησ. 36· καί, ἀνεξιλέωτος, ᾍδης Ἀνθ. Π. 7. 221.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à mouvoir;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> qui ne se laisse pas émouvoir;<br /><b>2</b> lent <i>ou</i> pesant (d'esprit);<br /><b>3</b> ferme, résolu.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκῑνητος Medium diacritics: δυσκίνητος Low diacritics: δυσκίνητος Capitals: ΔΥΣΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskínētos Transliteration B: dyskinētos Transliteration C: dyskinitos Beta Code: duski/nhtos

English (LSJ)

ον, A hard to move, Pl.Ti.56a, Ph.2.227 (Comp.), Thphr.Vent.35 (Sup.); πλοῖα Plb.1.22.3. Adv. -τως, ἔχειν πρὸς τοὺς ἀνέμους Arist.Cael.294b17. II in mental relations, δ. πρὸς τοὺς φόβους Pl.R.503d; δ. ὑπὸ ὀργῆς Arist.VV1250a5; δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν Id.PA686a30; ἕξις -οτέρα διαθέσεως Id.Cat.9a10; τὸ -ον obstinacy, Phld.Lib.p.55 O.; of language, clumsiness, τὸ ἄσχημον καὶ δ. Id.Po.994.35. Adv. -τως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Pl.R.503d. 2 firm, resolute, Plu. Thes.36; inexorable, Ἅιδης AP7.221. 3 impervious to motion, of the soul, Plot.1.4.8.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bewegen, unbeweglich; γᾶ Plat. Locr. 98 c; Tim. 56 a; σκώληκες, langsam sich bewegend, Arist. H. A. 5, 19; πλοῖα Pol. 1, 22; neben μόνιμος, fest, beständig, Plut. Thes. 36 u. öfter; – daher = unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 660 (VII. 221); – vom Geiste, langsam, δυσκινήτως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Plat. Rep. VI, 503 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. difficile à mouvoir;
II. fig. 1 qui ne se laisse pas émouvoir;
2 lent ou pesant (d'esprit);
3 ferme, résolu.
Étymologie: δυσ-, κινέω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκίνητος: [ῑ], -ον, δυσκόλως κινούμενος, Πλάτ. Τιμ. 56Α, κτλ. ΙΙ. βραδύς, δ. πρὸς τοὺς φόβους, ὁ αὐτ. Πολ. 503D· δ. ὑπὸ ὀργῆς Ἀριστ. π. Ἀρετ. 2. 1· δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ., δυσκινήτως καὶ ἀμαθῶς ἔχειν Πλάτ. Πολ. 503D. 2) σταθερός, ἀποφασιστικός, Πλούτ. Θησ. 36· καί, ἀνεξιλέωτος, ᾍδης Ἀνθ. Π. 7. 221.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσκίνητος, -ον)
1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος
2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα
μσν.
(για χρόνο) δύσκολος
αρχ.
1. σταθερός, αμετάβλητος
2. (για ψυχή) ασυγκίνητος
3. αμείλικτος, σκληρός
4. το ουδ. ως ουσ. το δυσκίνητον
α) σταθερότητα
β) (για τη γλώσσα) έλλειψη ευκαμψίας.

Greek Monotonic

δυσκίνητος: -ον (κῑνέω), δύσκολος στο να μετακινηθεί, αργοκίνητος, σε Πλάτ.· αμετακίνητος, σταθερός, αποφασιστικός, σε Πλούτ.· αδυσώπητος, αμείλικτος, σκληρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκίνητος: дор. δυσκίνᾱτος 2 (ῑ)
1) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный (γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.);
2) перен. неповоротливый, вялый (διάνοια Arst.);
3) устойчивый, незыблемый (μόνιμος καὶ δ. Plut.);
4) непреклонный, неумолимый (Ἃιδης Anth.);
5) несклонный (πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.): δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. не подверженный гневу.

Middle Liddell

δυσ-κίνητος, ον [κῑνέω]
hard to move, Plat.:— immovable, resolute, Plut.: inexorable, Anth.