ἀπολίτευτος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger au gouvernement : [[βίος]] [[ἀπολίτευτος]] PLUT vie en dehors des affaires publiques;<br /><b>2</b> peu fait pour le gouvernement, pour la politique;<br /><b>3</b> inutile aux concitoyens, à l’État;<br /><b>4</b> impopulaire;<br /><b>5</b> qui n’est pas d'usage courant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πολιτεύω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger au gouvernement : [[βίος]] [[ἀπολίτευτος]] PLUT vie en dehors des affaires publiques;<br /><b>2</b> peu fait pour le gouvernement, pour la politique;<br /><b>3</b> inutile aux concitoyens, à l'État;<br /><b>4</b> impopulaire;<br /><b>5</b> qui n’est pas d'usage courant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πολιτεύω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:45, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολίτευτος Medium diacritics: ἀπολίτευτος Low diacritics: απολίτευτος Capitals: ΑΠΟΛΙΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apolíteutos Transliteration B: apoliteutos Transliteration C: apoliteftos Beta Code: a)poli/teutos

English (LSJ)

[ῑ], ον, A without political constitution (πολιτεία), of nations, Arist.Pol.1327b26. II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b. 2 withdrawn from public life, private, βίος ib.1098d; θάνατος Id.Lyc. 29. 3 not in current use, λέξις Id.2.7a.

German (Pape)

[Seite 312] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; βίος, ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; θάνατος, der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; λόγος, λέξις, dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολίτευτος: [ῑ] -ον, ἄνευ πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνευ πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ πολιτικός, Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, ἀκατάλληλος πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, βίος, γῆρας ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. θάνατος, οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, γλῶσσα μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 étranger au gouvernement : βίος ἀπολίτευτος PLUT vie en dehors des affaires publiques;
2 peu fait pour le gouvernement, pour la politique;
3 inutile aux concitoyens, à l'État;
4 impopulaire;
5 qui n’est pas d'usage courant.
Étymologie: , πολιτεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I carente de constitución ἔθνη Arist.Pol.1327b26.
II 1poco apto para la política (Μάριος) Plu.Mar.31.
2 que no tiene relación con la política βίος Plu.2.1098d, θάνατος Plu.Lyc.29.
III impopular ὑπατεία Plu.Crass.12, λόγοι Plu.2.1034b.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολίτευτος, -ον)
αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής
2. ο απολίτιστος
αρχ.-μσν.
ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς
αρχ.
1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση
2. ακατάλληλος για την πολιτική
3. αυτός που έχει αποσυρθεί από την πολιτική
4. άχρηστος πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πολιτεύομαι. Η λ. με τη σημασία «απολίτιστος» μαρτυρείται από το 1836 στον Σ. Βαλέτα].

Greek Monotonic

ἀπολίτευτος: -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην πολιτική, που ζει ως ιδιώτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολίτευτος: (ῑ)
1) не имеющий гражданских установлений (ἐθνη Arst.);
2) непригодный для политической деятельности (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);
3) стоящий вне политической жизни, аполитичный (βίος Plut.);
4) политически бездеятельный (ὑπατεια Plut.);
5) не имеющий государственного значения: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;
6) неподходящий для государственных документов (λέξις Plut.).

Middle Liddell

πολιτεύω
taking no part in public matters, living as a private person, Plut.