προαρπάζω: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] (s. [[ἁρπάζω]]), vorwegnehmen, -reißen; [[ἀλλήλων]] τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] (s. [[ἁρπάζω]]), vorwegnehmen, -reißen; [[ἀλλήλων]] τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=enlever d'avance <i>ou</i> auparavant ; <i>fig.</i> anticiper sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἁρπάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαρπάζω''': [[ἁρπάζω]] πρότερον, [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. [[ἀλλήλων]] τὸ λεγόμενον, [[ἐσπευσμένως]] νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ. | |lstext='''προαρπάζω''': [[ἁρπάζω]] πρότερον, [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. [[ἀλλήλων]] τὸ λεγόμενον, [[ἐσπευσμένως]] νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
snatch away before, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54: metaph., τὴν δόξαν J.AJ13.5.8; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg.454c; τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157.
German (Pape)
[Seite 709] (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
enlever d'avance ou auparavant ; fig. anticiper sur, acc..
Étymologie: πρό, ἁρπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
προαρπάζω: ἁρπάζω πρότερον, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. ἀλλήλων τὸ λεγόμενον, ἐσπευσμένως νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα ἀλλήλων, Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προαρπάζω: μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω από πριν, σε Λουκ.· μεταφ., προαρπάζω τὸ λεγόμενον, προλαμβάνω τα συμπεράσματα των άλλων, προτρέχω βιαστικά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προαρπάζω:
1) раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα ὥσπερ ἰκτῖνος Luc.);
2) предвосхищать (τὰ λεγόμενα ἀλλήλων Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αρπάζω tevoren wegnemen, weggrissen:; προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα als een havik het lekkers weggrissend Luc. 25.54; overdr..; προαρπάζειν ἀλλήλων τὰ λεγόμενα elkaar de woorden uit de mond nemen Plat. Grg. 454c; uitbr.: τὴν ἐπ’ ἐκεῖνον φερομένην πληγὴν προαρπάσας τῷ ἑαυτοῦ σώματι met het eigen lichaam de klap die op (zijn vriend) gericht was opvangend Luc. 57.6.
Middle Liddell
fut. σω fut. ξω
to snatch away before, Luc.; metaph., πρ. τὸ λεγόμενον to snap at a conclusion, anticipate hastily, Plat.