προεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> travailler d'avance, préparer, acc.;<br /><b>2</b> accomplir d'avance <i>ou</i> auparavant ; <i>au sens Pass.</i> τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; [[δόξα]] προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;<br /><b>3</b> travailler pour, dans l’intérêt de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐργάζομαι]].
|btext=<b>1</b> travailler d'avance, préparer, acc.;<br /><b>2</b> accomplir d'avance <i>ou</i> auparavant ; <i>au sens Pass.</i> τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; [[δόξα]] προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;<br /><b>3</b> travailler pour, dans l'intérêt de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐργάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεργάζομαι Medium diacritics: προεργάζομαι Low diacritics: προεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proergázomai Transliteration B: proergazomai Transliteration C: proergazomai Beta Code: proerga/zomai

English (LSJ)

Med. with pf. Pass., work beforehand, τῷ βαρβάρῳ Hdt.2.158; work or till beforehand, τῷ σπόρῳ νεόν X.Oec.20.3:—pf. also in pass. sense, to be done before, τὰ προειργασμένα Antipho 2.2.12, Th.2.89, 8.65; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, X.An.6.1.21; τὸ ὀψώνιον… τοῦ -ειργασμένου χρόνου OGI266.8 (Pergam., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 721] dep. med., vorher thun, bearbeiten, Her. 2, 158; γῆν, vorher das Land bestellen, Xen. Oec. 20, 3, zw. – Das perf. in pass. Bdtg, προειργασμένη δόξα, vorher erworben, Xen. An. 5, 9, 21; καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα, Thuc. 8, 65, vgl. 2, 89.

Greek (Liddell-Scott)

προεργάζομαι: ἀποθ., μετὰ πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· ἐργάζομαι ἢ καλλιεργῶ προηγουμένως, Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη δόξα, δόξα κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21.

French (Bailly abrégé)

1 travailler d'avance, préparer, acc.;
2 accomplir d'avance ou auparavant ; au sens Pass. τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; δόξα προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;
3 travailler pour, dans l'intérêt de, τινι.
Étymologie: πρό, ἐργάζομαι.

Greek Monolingual

ΝΑ
επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι
νεοελλ.
προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω
αρχ.
1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως
2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προεργάζομαι: αποθ. με μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι· κάνω κάτι ή εργάζομαι από πριν, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, τὰ προειργασμένα, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη δόξα, η δόξα που κερδήθηκε από πριν, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εργάζομαι voorwerk verrichten:; τῷ βαρβάρῳ π. voorwerk verrichten voor de buitenlander Hdt. 2.158.5; perf. pass..; τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν de reeds verworven reputatie verliezen Xen. An. 6.1.21; ptc. subst. τὰ προειργασμένα vroegere daden.

Russian (Dvoretsky)

προεργάζομαι: заранее делать, подготовлять: π. τινι Her. стараться для кого-л.; τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. подготовлять целину для посева; τὰ προειργασμένα Thuc. совершенные дела; ἡ προειργασμένη δόξα Xen. ранее приобретенная слава.

Middle Liddell

Dep. with fut. άσομαι perf. -είργασμαι
to do or work at beforehand, Hdt., Xen.:—perf. also in pass. sense, τὰ προειργασμένα former deeds, Thuc.; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, Xen.