διπλός: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diplo/s | |Beta Code=diplo/s | ||
|Definition=ή, όν, poet. for [[διπλόος]] (cf. [[ἁπλός]]), <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.449</span>, <span class="title">AP</span>10.101 (Bianor): Comp. [[διπλότερος]], = [[διπλάσιος]], <span class="bibl">App.<span class="title">Praef.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>23.15</span>. | |Definition=ή, όν, poet. for [[διπλόος]] (cf. [[ἁπλός]]), <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.449</span>, <span class="title">AP</span>10.101 (Bianor): Comp. [[διπλότερος]], = [[διπλάσιος]], <span class="bibl">App.<span class="title">Praef.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>23.15</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[διπλόος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διπλός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[διπλόος]] (πρβλ. [[ἁπλός]]), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = [[διπλάσιος]], Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15. | |lstext='''διπλός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[διπλόος]] (πρβλ. [[ἁπλός]]), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = [[διπλάσιος]], Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, poet. for διπλόος (cf. ἁπλός), Opp.C.2.449, AP10.101 (Bianor): Comp. διπλότερος, = διπλάσιος, App.Praef.10, Ev.Matt.23.15.
Spanish (DGE)
v. διπλόος.
Greek (Liddell-Scott)
διπλός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ διπλόος (πρβλ. ἁπλός), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = διπλάσιος, Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διπλοῦς, -ῆ, -οῦν και διπλός, -ή, -όν
Α και διπλόος, -η, -ον
θηλ. και διπλέη)
1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο»)
2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή χλαίνα, κουβέρτα»)
3. αυτός που αποτελείται από δύο ίδια μέρη («παίει... μάστιγι διπλῇ», «διπλή σιδηροδρομική γραμμή»)
4. διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές
5. το συγκριτικό διπλότερος (με γεν.)
α) διπλάσιος από άλλον στον χώρο, το βάρος, την έκταση ή ένταση
β) μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῦσιν»)
6. αυτός που γίνεται δύο φορές («συμβόλαιο εις διπλούν»)
νεοελλ.
1. έντονος, ισχυρός, εξαιρετικός («διπλός καημός»)
2. φρ. «διπλό κρεβάτι, σεντόνι, κουβέρτα κ.λπ.» — για δύο
3. το ουδ. ως ουσ. το διπλό
α) (για νόμισμα) δίδραχμο
β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο
4. φρ. α) «τά βλέπει διπλά» — είναι εντελώς μεθυσμένος
β) «και του χρόνου διπλός» — ευχή σε άγαμο να παντρευτεί γρήγορα
γ) «έγινε διπλός» — πάχυνε υπερβολικά
δ) «διπλά και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά
μσν.
«διπλῆ γνώμη» — διγνωμία
αρχ.-μσν.
διπλή
αρχ.
1. κυρτωμένος, καμπουριασμένος
2. αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές
3. αμοιβαίος
4. στον πληθ. δύο
5. αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα
6. (για σπίτι) διώροφο
7. (ως επίρρ.) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — διπλά, δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη
8. για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο
9. το θηλ. ως ουσ. α) η διπλή
διπροσωπία, δολιότητα
β) σημάδι στο περιθώριο χειρογράφων (> - > < - <) για να δηλωθεί διάφορη γραφή, αθέτηση στίχου κ.λπ. και στα δραματικά κείμενα αλλαγή προσώπου
γ) είδος χορού
δ) διπλοΐς
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ διπλοῦν
δοχείο όπου ψήνουν φάρμακα
11. (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. απλός].
Greek Monotonic
διπλός: -ή, -όν, ποιητ. αντί διπλόος, σε Ανθ., Κ.Δ.