καμπτήρ: Difference between revisions
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1318.png Seite 1318]] ῆρος, ὁ, der Umbiegende, die Biegung, Wendung, Winkel; bei Xen. Cyr. 7, 1, 6 entspricht καμπτῆρα [[ἑκατέρωθεν]] ἐποιήσαντο, περὶ ὃν κάμπτοντες ἀνέτεινον τὰ κέρατα der [[ἐπικαμπή]]; Strab. XIV, 655 [[καμπτήρ]] τις ἐπὶ τὰς ἄρκτους ἐστί; in der Rennbahn die Biegung, der Ort, wo man um das Ziel herumlenken muß, Arist. rhet. 3, 9 u. a. Sp., ἁ πύματον καμπτῆρα καταγγέλλουσα [[κορωνίς]] Mel. 129 (XII, 257), die letzte Wendung, das Ende; τοῦ βίου κ., die Wendung des Lebens, wenn die Kräfte abzunehmen anfangen, Herodes bei Stob. fl. 116, 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1318.png Seite 1318]] ῆρος, ὁ, der Umbiegende, die Biegung, Wendung, Winkel; bei Xen. Cyr. 7, 1, 6 entspricht καμπτῆρα [[ἑκατέρωθεν]] ἐποιήσαντο, περὶ ὃν κάμπτοντες ἀνέτεινον τὰ κέρατα der [[ἐπικαμπή]]; Strab. XIV, 655 [[καμπτήρ]] τις ἐπὶ τὰς ἄρκτους ἐστί; in der Rennbahn die Biegung, der Ort, wo man um das Ziel herumlenken muß, Arist. rhet. 3, 9 u. a. Sp., ἁ πύματον καμπτῆρα καταγγέλλουσα [[κορωνίς]] Mel. 129 (XII, 257), die letzte Wendung, das Ende; τοῦ βίου κ., die Wendung des Lebens, wenn die Kräfte abzunehmen anfangen, Herodes bei Stob. fl. 116, 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> courbure, courbe, inflexion;<br /><b>2</b> borne de l'hippodrome, autour de laquelle tournaient les chars.<br />'''Étymologie:''' R. Καμπ, v. [[κάμπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμπτήρ''': ῆρος, ὁ, [[καμπή]], [[γωνία]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 6, Στράβ. 655. ΙΙ. ἐν τῷ σταδίῳ καμπτὴρ ἦτο τὸ [[σημεῖον]] καθ᾿ ὃ οἱ τρέχοντες ἐν τῷ ἀγωνίσματι τοῦ διαύλου ἢ δολίχου ἔστρεφον περὶ αὐτὸ ἵνα ἐπανέλθωσιν εἰς τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] ἀνεχώρησαν,ἐνῷ ἐν τῷ ἁπλῷ δρόμῳ ἦτο τὸ [[τέρμα]], ὡς τὸ καμπὴ ΙΙ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2, πρβλ. Βαβρ. 29. 4· μεταφ., ὡς τυφλὸς ὁὐπέκεινα (δηλ. τοῦ ἑξηκοστοῦ ἔτους) τοῦ βίου [[καμπτήρ]], [[ὅπερ]] σημαίνει: [[θάτερον]] [[κῶλον]] τοῦ διαύλου (κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 344) Ἡρώνδ. Μολπ. ΧΙΙ. 42 Meister, πρβλ. Στοβ. 591. 34· [[πύματος]] [[καμπτήρ]], ἡ ἐσχάτη [[στροφή]], ὁ [[ἔσχατος]] [[δρόμος]] τῆς ζωῆς, Ἀνθ. Π. 12. 257· πρβλ. [[κάμπτω]] ΙΙ. | |lstext='''καμπτήρ''': ῆρος, ὁ, [[καμπή]], [[γωνία]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 6, Στράβ. 655. ΙΙ. ἐν τῷ σταδίῳ καμπτὴρ ἦτο τὸ [[σημεῖον]] καθ᾿ ὃ οἱ τρέχοντες ἐν τῷ ἀγωνίσματι τοῦ διαύλου ἢ δολίχου ἔστρεφον περὶ αὐτὸ ἵνα ἐπανέλθωσιν εἰς τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] ἀνεχώρησαν,ἐνῷ ἐν τῷ ἁπλῷ δρόμῳ ἦτο τὸ [[τέρμα]], ὡς τὸ καμπὴ ΙΙ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2, πρβλ. Βαβρ. 29. 4· μεταφ., ὡς τυφλὸς ὁὐπέκεινα (δηλ. τοῦ ἑξηκοστοῦ ἔτους) τοῦ βίου [[καμπτήρ]], [[ὅπερ]] σημαίνει: [[θάτερον]] [[κῶλον]] τοῦ διαύλου (κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 344) Ἡρώνδ. Μολπ. ΧΙΙ. 42 Meister, πρβλ. Στοβ. 591. 34· [[πύματος]] [[καμπτήρ]], ἡ ἐσχάτη [[στροφή]], ὁ [[ἔσχατος]] [[δρόμος]] τῆς ζωῆς, Ἀνθ. Π. 12. 257· πρβλ. [[κάμπτω]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:46, 1 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A bend, angle, X.Cyr.7.1.6, Str.14.2.14. II turning point in the δίαυλος, which was the goal in the single race (cf. καμπή ΙΙ), Arist.Rh.1409a32, BCH23.567(Delph., iii B.C.), Babr.29.4: pl., as works of art, Plin.HN36.25: metaph., καμπτὴρ βίου = the 'last lap' of life, Herod.10.3; καμπτὴρ πύματος, of the colophon which marks the last page, AP12.257.1 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1318] ῆρος, ὁ, der Umbiegende, die Biegung, Wendung, Winkel; bei Xen. Cyr. 7, 1, 6 entspricht καμπτῆρα ἑκατέρωθεν ἐποιήσαντο, περὶ ὃν κάμπτοντες ἀνέτεινον τὰ κέρατα der ἐπικαμπή; Strab. XIV, 655 καμπτήρ τις ἐπὶ τὰς ἄρκτους ἐστί; in der Rennbahn die Biegung, der Ort, wo man um das Ziel herumlenken muß, Arist. rhet. 3, 9 u. a. Sp., ἁ πύματον καμπτῆρα καταγγέλλουσα κορωνίς Mel. 129 (XII, 257), die letzte Wendung, das Ende; τοῦ βίου κ., die Wendung des Lebens, wenn die Kräfte abzunehmen anfangen, Herodes bei Stob. fl. 116, 21.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 courbure, courbe, inflexion;
2 borne de l'hippodrome, autour de laquelle tournaient les chars.
Étymologie: R. Καμπ, v. κάμπτω.
Greek (Liddell-Scott)
καμπτήρ: ῆρος, ὁ, καμπή, γωνία, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 6, Στράβ. 655. ΙΙ. ἐν τῷ σταδίῳ καμπτὴρ ἦτο τὸ σημεῖον καθ᾿ ὃ οἱ τρέχοντες ἐν τῷ ἀγωνίσματι τοῦ διαύλου ἢ δολίχου ἔστρεφον περὶ αὐτὸ ἵνα ἐπανέλθωσιν εἰς τὸ μέρος ὅθεν ἀνεχώρησαν,ἐνῷ ἐν τῷ ἁπλῷ δρόμῳ ἦτο τὸ τέρμα, ὡς τὸ καμπὴ ΙΙ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2, πρβλ. Βαβρ. 29. 4· μεταφ., ὡς τυφλὸς ὁὐπέκεινα (δηλ. τοῦ ἑξηκοστοῦ ἔτους) τοῦ βίου καμπτήρ, ὅπερ σημαίνει: θάτερον κῶλον τοῦ διαύλου (κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 344) Ἡρώνδ. Μολπ. ΧΙΙ. 42 Meister, πρβλ. Στοβ. 591. 34· πύματος καμπτήρ, ἡ ἐσχάτη στροφή, ὁ ἔσχατος δρόμος τῆς ζωῆς, Ἀνθ. Π. 12. 257· πρβλ. κάμπτω ΙΙ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
καμπτήρ: -ῆρος, ὁ (κάμπτω),·
I. καμπή, γωνία, σε Ξεν.
II. σημείο στροφής στον δίαυλον, τέρμα, σε Αριστ.· μεταφ., κ. πύματος, η τελευταία στροφή, το έσχατο γύρισμα της ζωής ή ο τελευταίος δρόμος της, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καμπτήρ: ῆρος ὁ
1) изгиб, поворот: τὸν καμπτῆρα ἑκατέρωθεν ποιεῖσθαι Xen. загнуть оба фланга (для охватывающего маневра);
2) конечный поворот (на ристалищах) (ἐπὶ τοῖς καμπτῆρσιν οἱ ἀντίπαλοι ἐκπνεύουσι καὶ ἐκλύονται Arst.): κ. πύματος Anth. исход жизни, последняя черта.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμπτήρ -ῆρος, ὁ [κάμπτω] bocht. keerpunt (in een renbaan).
Middle Liddell
καμπτήρ, ῆρος, κάμπτω
I. a bend, an angle, Xen.
II. the turning-point in the δίαυλος, the goal, Arist.: metaph., κ. πύματος life's last turn or course, Anth.