περιμάχητος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswerth, Xen. Conv. 3, 9; [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ [[περιμάχητος]] ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswerth, Xen. Conv. 3, 9; [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ [[περιμάχητος]] ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est l'objet d'un combat, disputé par, τινι;<br /><b>2</b> digne d'être disputé, désirable, enviable.<br />'''Étymologie:''' [[περιμάχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιμάχητος''': [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[μάχη]], περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς ([[ὕδωρ]]) Θουκ. 7. 84· [[πενία]] ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, [[πόλις]] π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται [[μάχη]], περιβαλλομένη μάχαις. | |lstext='''περιμάχητος''': [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[μάχη]], περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς ([[ὕδωρ]]) Θουκ. 7. 84· [[πενία]] ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, [[πόλις]] π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται [[μάχη]], περιβαλλομένη μάχαις. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:04, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fought about, fought for, ταῖσι φυλαῖς Ar.Av. 1404; τοῖς πολλοῖς [ὕδωρ] Th.7.84; [πενία] ἥκιστα περιμάχητον not a thing one would fight for, X.Smp.3.9, cf. Pl.R.521a, Lg.678e; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. γεγενημένη Isoc.8.65, cf. 7.24, 10.17; τὰ π. ἀγαθά such as are matters of contention, highly prized, Arist.EN 1169a21, cf. Pol.1271b8, Rh.1363a8, Epicur.Sent. Vat.45: Sup. -ότατος Isoc.9.40, Plu.Lyc.26: in Ar.Th.319, πόλις π., prob. with collat. sense of fought around, surrounded by battle.
German (Pape)
[Seite 582] umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswerth, Xen. Conv. 3, 9; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ περιμάχητος ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est l'objet d'un combat, disputé par, τινι;
2 digne d'être disputé, désirable, enviable.
Étymologie: περιμάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάχητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται μάχη, περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς (ὕδωρ) Θουκ. 7. 84· πενία ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, πόλις π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται μάχη, περιβαλλομένη μάχαις.
Greek Monolingual
-η, -ο / περιμάχητος, -ον, ΝΑ περιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση ή την κατάκτηση του οποίου μάχονται πολλοί, περιζήτητος (α. «το περιμάχητο αξίωμα» β. «ὕδωρ... καὶ περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς», Θουκ.
γ. «πανία ἥκιστα περιμάχητον», Ξεν.).
Greek Monotonic
περιμάχητος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός για τον οποίο γίνεται μάχη, σε Αριστοφ., Θουκ.· οὐ περιμαχητόν, πράγμα για το οποίο δεν θα πολεμούσε κάποιος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
περιμάχητος: (ᾰ)
1) являющийся предметом борьбы, оспариваемый (друг у друга): ταῖσι φυλαῖς π. εἶναι Arph. быть нарасхват у фил; οὐ π. ἦν ἡ τροφή Plat. в пище недостатка не было;
2) желанный, вожделенный (ὑπὸ πάντων ἐρώμενος καὶ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.);
3) страстно борющийся, страстный, неукротимый (φιλοπλουτία καὶ φιληδονία Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιμάχητος -ον [περιμάχομαι] waarvoor men strijdt, felbegeerd.
Middle Liddell
περι-μᾰ́χητος, ον, μάχομαι
fought about, fought for or to be fought for, Ar., Thuc.; οὐ περιμαχητόν not a thing one would fight for, Xen.