φειδώ: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φειδώ:''' όος, стяж. οῦς ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бережливость или скупость]]: οὔ τις φ. νεκύων γίγνεται Hom. ничего нельзя жалеть для мертвецов; φ. τις ἐγίγνετο Thuc. решено было щадить свои силы; [[εὐτέλεια]] καὶ φ. Plut. умеренность и бережливость; ὀλίγην ποιεῖσθαι [[φειδώ]] τινος Sext. не особенно щадить что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[сдержанность]], [[скромность]]: αἰσχύνῃ καὶ φειδοῖ ὀκνοῦντες Plut. сдерживаемые стыдом и скромностью.
|elrutext='''φειδώ:''' όος, стяж. οῦς ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бережливость]] или [[скупость]]: οὔ τις φ. νεκύων γίγνεται Hom. ничего нельзя жалеть для мертвецов; φ. τις ἐγίγνετο Thuc. решено было щадить свои силы; [[εὐτέλεια]] καὶ φ. Plut. умеренность и бережливость; ὀλίγην ποιεῖσθαι [[φειδώ]] τινος Sext. не особенно щадить что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[сдержанность]], [[скромность]]: αἰσχύνῃ καὶ φειδοῖ ὀκνοῦντες Plut. сдерживаемые стыдом и скромностью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φειδώ]], όος, [[φείδομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sparing]], νεκύων Il.<br /><b class="num">II.</b> absol. [[thrift]], [[parsimony]], Od., Hes.: [[thrift]] in exposing [[oneself]] to [[danger]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[φειδώ]], όος, [[φείδομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sparing]], νεκύων Il.<br /><b class="num">II.</b> absol. [[thrift]], [[parsimony]], Od., Hes.: [[thrift]] in exposing [[oneself]] to [[danger]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 08:30, 17 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδώ Medium diacritics: φειδώ Low diacritics: φειδώ Capitals: ΦΕΙΔΩ
Transliteration A: pheidṓ Transliteration B: pheidō Transliteration C: feido Beta Code: feidw/

English (LSJ)

φειδόος, contr. φειδοῦς, ἡ: A sparing, νεκύων Il.7.409; βίου E.Fr.438 (dub.); ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς LXXEs.3.13; οὔτε φ. τῶν παίδων οὔτ' ἔλεον ἔσχον D.H.8.79 (but τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ to have little consideration for self-respect... S.E.M.2.27); φειδὼς (sic cod. P) τῶν παραδειγμάτων ἔστω Longin.22.4; ὀπώρας φ. ἔστω Orib.Fr.55; φ. τις ἐγίγνετο . . μὴ προαναλωθῆναι (sc. τὴν εὐπραγίαν) Th.7.81. II abs., thrift, sparing, κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ Od.14.92, cf. 16.315, Hes.Op.369; φ. καὶ λιμός Democr.229; φ. πονηρά E.Fr.407; opp. ἀσωτία, Arist.Rh.1390b1.

German (Pape)

[Seite 1260] οῦς, ἡ, Schonung; νεκύων Il. 7, 409; Sparsamkeit, Kargheit; χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ Od. 14, 92. 16, 315; νετο Thuc. 7, 81; Sp., φειδώ τινος ἔχειν, ποιεῖσθαι = φείδεσθαι, D. Hal. 8, 79. 11, 55.

Greek (Liddell-Scott)

φειδώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ· (φείδομαι)· ― τὸ φείδεσθαι ἢ φείσασθαι, φειδὼ νεκύων, «φροντὶς ὥστε μὴ ἀναλωθῆναι, βέλτιον δὲ ἀκούειν, τὸ περὶ τῆς ταφῆς φείσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 409· βίου Εὐρ. Ἀποσπ. 441· φ. ἔστω τινὸς Λογγῖν. 22. 4· φ. ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινος Διονύσ. Ἁλ. 8. 79., 11. 55· ― μετ’ ἀπαρ., φειδοῖ μηδέν’ εὖ ποιεῖν, ἕνεκα φειδοῦς, ἐκ φειδοῦς, Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 411· φ. τις ἐγίγνετο... μὴ προαναλωθῆναι (ἐξυπακ. τὴν εὐπραγίαν) Θουκ. 7. 81. ΙΙ. ἀπολ., οἰκονομία, φειδωλία, χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ’ ἔπι φειδὼ Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· ἐναντίον τοῦ ἀσωτία, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 2.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
1 ménagement, modération, mesure : τινος ménagement envers qqn ou qch ; φειδώ τις ἐγίγνετο avec μή et l'inf. THC il y avait quelque ménagement, on se ménageait pour ne pas ; réserve, discrétion;
2 économie, parcimonie.
Étymologie: φείδομαι.

English (Autenrieth)

sparing, thrift; ‘one must not fail’ in the case of the dead, etc.

Greek Monolingual

-ούς, η / φειδώ, -όος και -οῦς, ΝΜΑ
1. η ενέργεια του φείδομαι, διάθεση με σύνεση, κατανάλωση με μέτρο, λελογισμένη χρήση, οικονομία
2. (κατ' επέκτ.) τσιγκουνιά, φιλαργυρία
μσν.-αρχ.
1. φροντίδα για κάποιον ή για κάτι
2. ευσπλαγχνία, συμπόνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. πευθ-ώ, τροφ-ώ)].

Greek Monotonic

φειδώ: -όος, συνηρ. -οῦς, (φείδομαι
I. φροντίδα, νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ.
II. απόλ., οικονομία, φειδώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· συγκράτηση από την έκθεση κάποιου σε κίνδυνο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

φειδώ: όος, стяж. οῦς ἡ
1) бережливость или скупость: οὔ τις φ. νεκύων γίγνεται Hom. ничего нельзя жалеть для мертвецов; φ. τις ἐγίγνετο Thuc. решено было щадить свои силы; εὐτέλεια καὶ φ. Plut. умеренность и бережливость; ὀλίγην ποιεῖσθαι φειδώ τινος Sext. не особенно щадить что-л.;
2) сдержанность, скромность: αἰσχύνῃ καὶ φειδοῖ ὀκνοῦντες Plut. сдерживаемые стыдом и скромностью.

Middle Liddell

φειδώ, όος, φείδομαι
I. a sparing, νεκύων Il.
II. absol. thrift, parsimony, Od., Hes.: thrift in exposing oneself to danger, Thuc.