ταυροσφάγος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] wie [[ταυροκτόνος]], Stiere schlachtend, opfernd, [[ἡμέρα]], der Opfertag, Soph. Trach. 606. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] wie [[ταυροκτόνος]], Stiere schlachtend, opfernd, [[ἡμέρα]], der Opfertag, Soph. Trach. 606. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />où l'on immole un taureau <i>ou</i> des taureaux.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[σφάττω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταυροσφάγος''': -ον, (√ΣΦΑΓ, [[σφάττω]]) ὡς τὸ [[ταυροκτόνος]], ὁ σφάζων ταύρους, [[μάλιστα]] ἐν θυσίᾳ, τ. [[ἡμέρα]], [[ταυροκτόνος]], Σοφ. Τρ. 609· τ. [[λέαινα]] Λυκόφρ. 47. | |lstext='''ταυροσφάγος''': -ον, (√ΣΦΑΓ, [[σφάττω]]) ὡς τὸ [[ταυροκτόνος]], ὁ σφάζων ταύρους, [[μάλιστα]] ἐν θυσίᾳ, τ. [[ἡμέρα]], [[ταυροκτόνος]], Σοφ. Τρ. 609· τ. [[λέαινα]] Λυκόφρ. 47. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:05, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, bull-slaughtering, especially in sacrifice, τ. ἡμέρα S.Tr.609; τ. λέαινα Lyc.47; of dithyrambic poets, Tz.Diff. Poet.17.
German (Pape)
[Seite 1074] wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on immole un taureau ou des taureaux.
Étymologie: ταῦρος, σφάττω.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροσφάγος: -ον, (√ΣΦΑΓ, σφάττω) ὡς τὸ ταυροκτόνος, ὁ σφάζων ταύρους, μάλιστα ἐν θυσίᾳ, τ. ἡμέρα, ταυροκτόνος, Σοφ. Τρ. 609· τ. λέαινα Λυκόφρ. 47.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια του οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» — ημέρα θυσιών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο-σφάγος].
Greek Monotonic
ταυροσφάγος: [ᾰ], -ον (σφάττω), αυτός που σφάζει ταύρους, κυρίως λέγεται για θυσία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ταυροσφάγος: (ᾰγ) закалывающий быка: ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ Soph. в день заклания быков.
Middle Liddell
ταυρο-σφάγος, ον, σφάττω
bull-slaughtering, sacrificial, Soph.