ὅμορος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] angränzend, Gränznachbar; Thuc. 1, 15. 6, 2; Xen. öfter; Isocr. 3, 34; [[χώρα]], Dem. 1, 5. 2, 1, öfter, u. Folgde; – τὸ ὅμορον, das Angränzen, τοῖς Συρακουσίοις ἀεὶ κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι, Thuc. 6, 88.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] angränzend, Gränznachbar; Thuc. 1, 15. 6, 2; Xen. öfter; Isocr. 3, 34; [[χώρα]], Dem. 1, 5. 2, 1, öfter, u. Folgde; – τὸ ὅμορον, das Angränzen, τοῖς Συρακουσίοις ἀεὶ κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι, Thuc. 6, 88.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui confine à, limitrophe de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ὅρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅμορος''': Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων [[πρός]] τινα, [[γείτων]], τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· [[χώρα]] ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., [[παραπλήσιος]], πολὺ [[ὅμοιος]], ὅμοροι ὁ [[ἀνδρεῖος]] καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, [[γείτων]] τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, [[ἕνεκα]] τῆς γειτονίας αὐτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.
|lstext='''ὅμορος''': Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων [[πρός]] τινα, [[γείτων]], τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· [[χώρα]] ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., [[παραπλήσιος]], πολὺ [[ὅμοιος]], ὅμοροι ὁ [[ἀνδρεῖος]] καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, [[γείτων]] τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, [[ἕνεκα]] τῆς γειτονίας αὐτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui confine à, limitrophe de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ὅρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμορος Medium diacritics: ὅμορος Low diacritics: όμορος Capitals: ΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: hómoros Transliteration B: homoros Transliteration C: omoros Beta Code: o(/moros

English (LSJ)

Ep. and Ion. ὅμουρος, ον, A having the same borders with, marching with, τοῖσι Δωριεῦσι Hdt.1.57; τῇ Λιβύῃ Id.2.65, etc.: abs., Aristeas Epic.3, Th.6.78; χώρα ὅμορος D.2.1; ὅμορος πόλεμος = a war with neighbours, ib.21,18.241; τὰ ὅμορα τῶν πόλεων the suburbs, LXX Nu.35.5. 2 metaph., bordering on, closely resembling, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασύς Arist.EE1232a25; ὅμορος οὖσα τῇ αἰσθητῇ φύσει Plot.4.8.7. 3 as substantive, ὅ. τινῶν their neighbours, Isoc.14.18, cf. Th.2.85; οἱ ὅμοροι neighbouring people, Id.1.15, etc.; κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι because of their neighbourhood, Id.6.88.

German (Pape)

[Seite 339] angränzend, Gränznachbar; Thuc. 1, 15. 6, 2; Xen. öfter; Isocr. 3, 34; χώρα, Dem. 1, 5. 2, 1, öfter, u. Folgde; – τὸ ὅμορον, das Angränzen, τοῖς Συρακουσίοις ἀεὶ κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι, Thuc. 6, 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui confine à, limitrophe de, gén. ou dat..
Étymologie: ὁμός, ὅρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμορος: Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων πρός τινα, γείτων, τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· χώρα ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. πόλεμος, πόλεμος πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., παραπλήσιος, πολὺ ὅμοιος, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, γείτων τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, ἕνεκα τῆς γειτονίας αὐτῶν, ἕνεκα τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.

Greek Monotonic

ὅμορος: Ιων. ὅμ-ουρος, -ον,
I. αυτός που έχει τα ίδια σύνορα με, που βρίσκεται πάνω στη συνοριακή γραμμή, γειτονικός, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται στα σύνορα, σε Θουκ.· πόλεμος ὅμ., συνοριακή διαμάχη, σε Δημ.
2. συνοριακός, αυτός που βρίσκεται στο όριο, παρόμοιος, παρεμφερής, που έχει στενή ομοιότητα, σε Αριστ.
3. επίσης ως ουσ., γείτονας, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατὰ τὸ ὅμορον, εξαιτίας της γειτνίασής τους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὅμορος:
I ион. ὅμουρος 2
1) пограничный, сопредельный, граничащий (τῇ Λιβύῃ Her.; χώρα Dem.): ὅ. πόλεμος Dem., Plut.; война с соседями;
2) перен. смежный, близкий (по качеству) Arst.
II ὁ житель сопредельной страны, сосед Her., Thuc., Isocr.

Middle Liddell

ὅμ-ορος, Ionic ὅμ-ουρος, ον,
1. having the same borders with, marching with, bordering on, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ Hdt.; absol. bordering, Thuc.; πόλεμος ὅμορος a border war, Dem.
2. metaph. bordering on, closely resembling, Arist.
3. also as substantive, a neighbour, Hdt., Thuc.; κατὰ τὸ ὅμορον because of their neighbourhood, Thuc.

English (Woodhouse)

near, neighbouring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)