ἀπονέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] (s. [[νέομαι]]), nur praes. u. impf., weggehen, zurückkehren; Hom. oft ἀπονέεσθαι, z. B. Iliad. 2, 113; απονέωνται Od. 5, 27; ἀπονεοίμην Iliad. 21, 561; ἀπονέοντο Iliad. 3, 313. 15, 305. 24, 330; – sp. D. [α des Metrums wegen].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] (s. [[νέομαι]]), nur praes. u. impf., weggehen, zurückkehren; Hom. oft ἀπονέεσθαι, z. B. Iliad. 2, 113; απονέωνται Od. 5, 27; ἀπονεοίμην Iliad. 21, 561; ἀπονέοντο Iliad. 3, 313. 15, 305. 24, 330; – sp. D. [α des Metrums wegen].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. inf.</i> ἀπονέεσθαι, <i>sbj. 3ᵉ pl.</i> ἀπονέωνται, <i>opt.</i> ἀπονεοίμην, <i>impf. 3ᵉ pl.</i> ἀπονέοντο;<br />aller, retourner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονέομαι''': ἀποθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. ([[ἐνίοτε]] μετὰ σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἀπονέομαι''': ἀποθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. ([[ἐνίοτε]] μετὰ σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. inf.</i> ἀπονέεσθαι, <i>sbj. 3ᵉ pl.</i> ἀπονέωνται, <i>opt.</i> ἀπονεοίμην, <i>impf. 3ᵉ pl.</i> ἀπονέοντο;<br />aller, retourner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νέομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 13:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέομαι Medium diacritics: ἀπονέομαι Low diacritics: απονέομαι Capitals: ΑΠΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aponéomai Transliteration B: aponeomai Transliteration C: aponeomai Beta Code: a)pone/omai

English (LSJ)

go away, depart, freq in Hom., only in pres. (sts. with fut. sense, as Il.2.113) and impf., always at the end of the line, with the first syllable long, metri gr., ἀπονέεσθαι Il. l. c., etc.; ἀπονέωνται Od. 5.27; ἀπονέοντο Il.3.313, al.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ἀπονε- medido -υ]
• Morfología: [sólo tema de pres.]
regresar, volverse προτὶ Ἴλιον Il.3.313, ὥς κε ... ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, Ἴλιον ἐκπέρσαντ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι Il.2.113, ζωὸν ἀπὸ πτολέμοιο ... ἀπονέεσθαι Q.S.3.262, ποτὶ τύμβον Ἀχιλλέος ἀπονέοντο Q.S.14.257.

German (Pape)

[Seite 316] (s. νέομαι), nur praes. u. impf., weggehen, zurückkehren; Hom. oft ἀπονέεσθαι, z. B. Iliad. 2, 113; απονέωνται Od. 5, 27; ἀπονεοίμην Iliad. 21, 561; ἀπονέοντο Iliad. 3, 313. 15, 305. 24, 330; – sp. D. [α des Metrums wegen].

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf. ἀπονέεσθαι, sbj. 3ᵉ pl. ἀπονέωνται, opt. ἀπονεοίμην, impf. 3ᵉ pl. ἀπονέοντο;
aller, retourner.
Étymologie: ἀπό, νέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέομαι: ἀποθ. ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. (ἐνίοτε μετὰ σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ.

English (Autenrieth)

subj. ἆπονέωνται, inf. ἆπονέεσθαι, ipf. ἆπονέοντο (the ᾶ is a necessity of the rhythm, and the place of these forms is at the end of the verse): return, go home; in Od. 15.308 the word applies to the real Odysseus rather than to his assumed character.

Greek Monolingual

ἀπονέομαι (Α)
απέρχομαι, αναχωρώ.

Greek Monotonic

ἀπονέομαι: αποθ., απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, σε Όμηρ. [ᾱ, χάριν του μέτρου].

Russian (Dvoretsky)

ἀπονέομαι:
I уходить, отправляться или возвращаться Hom.
II med. к ἀπονέω.

Middle Liddell

[ᾱ metri grat.]
Mid. to go away, depart, Hom.