διατμήγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>ao.</i> διέτμηξα, <i>ao.2</i> διέτμαγον;<br /><b>1</b> couper en deux : λαίτμα δ. OD fendre le flot (en nageant);<br /><b>2</b> séparer ; <i>Pass.</i> se séparer : [[ἐν]] φιλότητι IL avec des sentiments d'amitié ; <i>abs.</i> se séparer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τμήγω]].
|btext=<i>ao.</i> διέτμηξα, <i>ao.2</i> διέτμαγον;<br /><b>1</b> couper en deux : λαίτμα δ. OD fendre le flot (en nageant);<br /><b>2</b> séparer ; <i>Pass.</i> se séparer : [[ἐν]] φιλότητι IL avec des sentiments d'amitié ; <i>abs.</i> se séparer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τμήγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διατμήγω''': ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ [[διατέμνω]], [[κόπτω]] εἰς δύο, [[ἔνθα]] διατμήξας…, [[τότε]] διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος [[λαῖτμα]] διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ [[κῦμα]]. Ὀδ. Η. 276· [[λαῖτμα]] διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., [[διακρίνω]] αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· [[ὡσαύτως]], διεσκορπίσθησαν [[μακράν]], Ἰλ. Π. 354.
|elnltext=δια-τμήγω, ep. them. aor. act. διέτμαγον; aor. pass. 3 plur. διέτμαγεν met acc., causat. (snijdend doen splitsen) doorsnijden, in stukken snijden:; κηροῖο μέγαν τροχόν... τυτθὰ διατμήξας hij sneed een groot stuk was in kleine porties Od. 12.174; ἐγώγε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον ik doorkliefde al zwemmend dit stuk zee Od. 7.276; uiteendrijven, uiteen doen gaan:. διατμήξας ( τὰς νέας ) de schepen uiteendrijvend Od. 3.291. med.-pass., intrans. uiteengaan:. σανίδες δὲ διέτμαγεν... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς de deurvleugels weken uiteen door de kracht van de steenworp Il. 12.461; ἐν φιλότητι διέτμαγεν zij gingen in vriendschap uiteen Il. 7.302; αἵ τ’ ἐν ὄρεσσι... διέτμαγεν (lammeren) die uit elkaar zijn geraakt in de bergen Il. 16.354.
}}
{{elru
|elrutext='''διατμήγω:''' (aor. 1 διέτμηξα, aor. 2 [[διέτμαγον|διέτμᾰγον]] - aor. 2 pass. διετμάγην)<br /><b class="num">1)</b> [[разрезать]], [[рассекать]] (νηχόμενος [[λαῖτμα]] δ. Her.; τὸν [[δάκτυλον]] [[κάλαμος]] διέτμαξεν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[разделять]], [[разобщать]], [[рассеивать]] (sc. Τρῶας Hom.): ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Hom. они расстались по-дружески.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διατμήγω:''' (aor. 1 διέτμηξα, aor. 2 [[διέτμαγον|διέτμᾰγον]] - aor. 2 pass. διετμάγην)<br /><b class="num">1)</b> [[разрезать]], [[рассекать]] (νηχόμενος [[λαῖτμα]] δ. Her.; τὸν [[δάκτυλον]] [[κάλαμος]] διέτμαξεν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[разделять]], [[разобщать]], [[рассеивать]] (sc. Τρῶας Hom.): ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Hom. они расстались по-дружески.
|lstext='''διατμήγω''': ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ [[διατέμνω]], [[κόπτω]] εἰς δύο, [[ἔνθα]] διατμήξας…, [[τότε]] διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος [[λαῖτμα]] διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ [[κῦμα]]. Ὀδ. Η. 276· [[λαῖτμα]] διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., [[διακρίνω]] αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· [[ὡσαύτως]], διεσκορπίσθησαν [[μακράν]], Ἰλ. Π. 354.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-τμήγω, ep. them. aor. act. διέτμαγον; aor. pass. 3 plur. διέτμαγεν met acc., causat. (snijdend doen splitsen) doorsnijden, in stukken snijden:; κηροῖο μέγαν τροχόν... τυτθὰ διατμήξας hij sneed een groot stuk was in kleine porties Od. 12.174; ἐγώγε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον ik doorkliefde al zwemmend dit stuk zee Od. 7.276; uiteendrijven, uiteen doen gaan:. διατμήξας ( τὰς νέας ) de schepen uiteendrijvend Od. 3.291. med.-pass., intrans. uiteengaan:. σανίδες δὲ διέτμαγεν... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς de deurvleugels weken uiteen door de kracht van de steenworp Il. 12.461; ἐν φιλότητι διέτμαγεν zij gingen in vriendschap uiteen Il. 7.302; αἵ τ’ ἐν ὄρεσσι... διέτμαγεν (lammeren) die uit elkaar zijn geraakt in de bergen Il. 16.354.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -έτμηξα aor2 -έτμᾰγον [[pass]]. -μάγην [epic for [[διατέμνω]]<br />to cut in [[twain]], διατμήξας having cut [the [[Trojan]] [[host]] in [[twain]], Il.; [[λαῖτμα]] διέτμαγον I clove the [[wave]], Od.; [[ὦλκα]] δ., of [[ploughing]], Mosch.:—Pass., [[διέτμαγεν]] (3rd pl. aor2 for -μάγησαν) they parted, Hom.: they were [[scattered]] [[abroad]], Il.
|mdlsjtxt=aor1 -έτμηξα aor2 -έτμᾰγον [[pass]]. -μάγην [epic for [[διατέμνω]]<br />to cut in [[twain]], διατμήξας having cut [the [[Trojan]] [[host]] in [[twain]], Il.; [[λαῖτμα]] διέτμαγον I clove the [[wave]], Od.; [[ὦλκα]] δ., of [[ploughing]], Mosch.:—Pass., [[διέτμαγεν]] (3rd pl. aor2 for -μάγησαν) they parted, Hom.: they were [[scattered]] [[abroad]], Il.
}}
}}