κοράσιον: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (τό) :<br />petite fille.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κόρη]].
|btext=ου (τό) :<br />petite fille.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κόρη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοράσιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόρη]], ὡς καὶ νῦν, μικρὰ [[κόρη]], [[παρθένος]], «κορίτσι», [[λέξις]] μεταγενεστέρα, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀνθ. Π. 9. 39, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1608f, Ἑβδ., Καιν. Διαθ., κτλ.· πρβλ. Sturz Μακ. Διάλ. σ. 42 κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. ᾱ, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ..
|elnltext=κοράσιον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.
}}
{{elru
|elrutext='''κοράσιον:''' (ᾱ) τό девушка, девчурка Anth., NT, Luc.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κοράσιον:''' τό, υποκορ. του [[κόρη]], [[κορίτσι]], [[παρθένος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
|lsmtext='''κοράσιον:''' τό, υποκορ. του [[κόρη]], [[κορίτσι]], [[παρθένος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοράσιον:''' (ᾱ) τό девушка, девчурка Anth., NT, Luc.
|lstext='''κοράσιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόρη]], ὡς καὶ νῦν, μικρὰ [[κόρη]], [[παρθένος]], «κορίτσι», [[λέξις]] μεταγενεστέρα, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀνθ. Π. 9. 39, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1608f, Ἑβδ., Καιν. Διαθ., κτλ.· πρβλ. Sturz Μακ. Διάλ. σ. 42 κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. ᾱ, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ..
}}
{{elnl
|elnltext=κοράσιον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:46, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορᾱσιον Medium diacritics: κοράσιον Low diacritics: κοράσιον Capitals: ΚΟΡΑΣΙΟΝ
Transliteration A: korásion Transliteration B: korasion Transliteration C: korasion Beta Code: kora/sion

English (LSJ)

τό, in later Gr., Dim. of κόρη, little girl, maiden, Philippid.36, AP9.39 (Music.), IG7.3325 (Chaeronea), GDI1705, al. (Delph.), PStrassb.79.2 (i B. C.), LXX Ru.2.8, Ev.Matt.9.24, etc. [ᾱ, APl.c.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fille.
Étymologie: dim. de κόρη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοράσιον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.

Russian (Dvoretsky)

κοράσιον: (ᾱ) τό девушка, девчурка Anth., NT, Luc.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of kore (a maiden); a (little) girl: damsel, maid.

English (Thayer)

κορασίου, τό (diminutive of κόρη), properly, a colloquial word used disparagingly (like the German Mädel), a little girl (in the epigram attributed to Plato in (Diogenes Laërtius 3,33; Lucian, as. 6); used by later writers without disparagement (Winer's Grammar, 24 (23)), a girl, damsel, maiden: Epictetus diss. 2,1, 28; 3,2, 8; 4,10, 33; the Sept. for נַעֲרָה; twice also for יַלְדָּה Esther 2:2)). The form and use of the word are fully discussed in Lobeck ad Phryn., p. 73f, cf. Sturz, De dial. Maced. etc., p. 42f.

Greek Monolingual

κοράσιον, τὸ (ΑM)
βλ. κοράσι.

Greek Monotonic

κοράσιον: τό, υποκορ. του κόρη, κορίτσι, παρθένος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

κοράσιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, ὡς καὶ νῦν, μικρὰ κόρη, παρθένος, «κορίτσι», λέξις μεταγενεστέρα, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀνθ. Π. 9. 39, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1608f, Ἑβδ., Καιν. Διαθ., κτλ.· πρβλ. Sturz Μακ. Διάλ. σ. 42 κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. ᾱ, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ..

Middle Liddell

κοράσιον, ου, τό, [Dim. of κόρη,]
a girl, maiden, Anth., NTest.

Chinese

原文音譯:kor£sion 可拉西按
詞類次數:名詞(8)
原文字根:(小)少年 相當於: (יַלְדָּה‎)
字義溯源:小女孩,女子,少女,閨女;源自(κορέννυμι)Y*=少女)
同源字:1) (κοράσιον)小女孩 2) (παιδίσκη)女孩,使女 3) (παῖς)孩童,女孩
出現次數:總共(8);太(3);可(5)
譯字彙編
1) 女子(4) 太14:11; 可6:22; 可6:28; 可6:28;
2) 閨女(4) 太9:24; 太9:25; 可5:41; 可5:42