καταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=mêler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταμίγνυμαι se mêler, [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μίγνυμι]].
|btext=mêler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταμίγνυμαι se mêler, [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μίγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταμίγνῡμι:''' [[и]] (Plut., только praes. и impf.) [[καταμιγνύω]] примешивать, присоединять (τὶ εἰς τὸν ἀέρα, τοὺς μετοίκους Arph.; τὴν οὐσίαν εἰς [[προῖκα]] Dem.; καταμεμῖχθαί τινι Arst.; ζῆλόν τινι, συμπόταις ἑαυτόν Plut.): πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. многие солдаты смешались с городским населением.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμίγνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -[[μίξω]]· μτχ. Επικ. αορ. αʹ [[καμμίξας]]· [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]] τα υλικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
|lsmtext='''καταμίγνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -[[μίξω]]· μτχ. Επικ. αορ. αʹ [[καμμίξας]]· [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]] τα υλικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμίγνῡμι:''' [[и]] (Plut., только praes. и impf.) [[καταμιγνύω]] примешивать, присоединять (τὶ εἰς τὸν ἀέρα, τοὺς μετοίκους Arph.; τὴν οὐσίαν εἰς [[προῖκα]] Dem.; καταμεμῖχθαί τινι Arst.; ζῆλόν τινι, συμπόταις ἑαυτόν Plut.): πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. многие солдаты смешались с городским населением.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -ύω fut. -[[μίξω]] epic aor1 [[part]]. [[καμμίξας]]<br />to mix up, [[mingle]] the ingredients, Il., Ar.
|mdlsjtxt=or -ύω fut. -[[μίξω]] epic aor1 [[part]]. [[καμμίξας]]<br />to mix up, [[mingle]] the ingredients, Il., Ar.
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμίγνυμι Medium diacritics: καταμίγνυμι Low diacritics: καταμίγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katamígnymi Transliteration B: katamignymi Transliteration C: katamignymi Beta Code: katami/gnumi

English (LSJ)

later spelling of καταμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. μίγνυμι), vermischen, untermischen, Ar. Lys. 580; τὴν φροντίδα εἰς τὸν ἀέρα Nubb. 229; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem. 30, 10, öfter; ζῆλόν τινι, beibringen, Plut. Lyc. 27; οἱ δὲ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. An. 7, 2, 3, wie Plut. Cat. mai. 20; τινί τι Lycurg. 27.

French (Bailly abrégé)

mêler;
Moy. καταμίγνυμαι se mêler, εἰς et l'acc..
Étymologie: κατά, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

καταμίγνῡμι: и (Plut., только praes. и impf.) καταμιγνύω примешивать, присоединять (τὶ εἰς τὸν ἀέρα, τοὺς μετοίκους Arph.; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem.; καταμεμῖχθαί τινι Arst.; ζῆλόν τινι, συμπόταις ἑαυτόν Plut.): πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. многие солдаты смешались с городским населением.

Greek (Liddell-Scott)

καταμίγνῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -μίξω, κατὰ συγκοπὴν ποιητ. καμμίξας, Ἰλ. Ω. 529.· ἑνώνω δύο ἢ πλειότερα πράγματα, μιγνύω ἐντελῶς, ἀνακατώνω, καταμιγνύντας τούς τε μετοίκους Ἀριστοφ. Λυσ. 580· τὴν φροντίδα καταμίξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα ὁ αὐτ. Νεφ. 230· τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Δημ. 866, 26.· πρβλ. 789, 19· συμπόταις ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 148Α, πρβλ. 648C,- Παθ., τούτοις καταμεμῖχθαι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 5· οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμιγνύοντο, μέσ. κατεμίγνυον ἑαυτούς, δηλ. ἀνεμιγνύοντο μετὰ τῶν πολιτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 3· εἰς γένος Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 20.

Greek Monolingual

καταμίγνυμι (Α)
βλ. καταμείγνυμι.

Greek Monotonic

καταμίγνῡμι: ή -ύω, μέλ. -μίξω· μτχ. Επικ. αορ. αʹ καμμίξας· αναμειγνύω, ανακατεύω τα υλικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

or -ύω fut. -μίξω epic aor1 part. καμμίξας
to mix up, mingle the ingredients, Il., Ar.