κορδύλη: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
}}
{{elru
|elrutext='''κορδύλη:''' (ῠ) ἡ шишка или шишковатая дубина.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 19: Line 22:
|mltxt=[[κορδύλη]] και κορδύλα και [[κορύδυλις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]], [[κορύνη]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], όγκωμα, [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> (στους Κυπρίους) [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[καλύπτρα]], [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] του ψαριού τον(ν)ος, [[σκορδύλη]] («ἐπακολουθοῦν
|mltxt=[[κορδύλη]] και κορδύλα και [[κορύδυλις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]], [[κορύνη]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], όγκωμα, [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> (στους Κυπρίους) [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[καλύπτρα]], [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] του ψαριού τον(ν)ος, [[σκορδύλη]] («ἐπακολουθοῦν
τες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κραδάω]] δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί [[επίσης]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κόνδυλος]] και [[κόρυς]] ή [[κορυφή]] ή [[κόρση]]. Η κατάλ. -<i>ύλη</i> ανήκει στην [[καθομιλουμένη]] [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. [[κανθύλη]], [[σχενδύλη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδύλειος]], [[κορδύλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδυβαλλώδης]] (<b>βλ.</b>λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κορδύλουρος</i>, <i>κορδυλοφόρος</i>].
τες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κραδάω]] δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί [[επίσης]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κόνδυλος]] και [[κόρυς]] ή [[κορυφή]] ή [[κόρση]]. Η κατάλ. -<i>ύλη</i> ανήκει στην [[καθομιλουμένη]] [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. [[κανθύλη]], [[σχενδύλη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδύλειος]], [[κορδύλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδυβαλλώδης]] (<b>βλ.</b>λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κορδύλουρος</i>, <i>κορδυλοφόρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κορδύλη:''' (ῠ) ἡ шишка или шишковатая дубина.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδύλη Medium diacritics: κορδύλη Low diacritics: κορδύλη Capitals: ΚΟΡΔΥΛΗ
Transliteration A: kordýlē Transliteration B: kordylē Transliteration C: kordyli Beta Code: kordu/lh

English (LSJ)

[ῡ, cf. Lat. A cordyla, Mart.3.2.4, al.: κορδύλα EM485.39], ἡ, club, cudgel, Hsch. 2 bump, swelling, Semon.35, EM310.49. II wrapping for the head, headdress, in Cyprian, Sch.Ar. Nu.10, EM310.51. III = σκορδύλη, Str.12.3.19; κορύδῡλις [ρῠ] in Numen. ap. Ath.7.304e.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bosse.
Étymologie: DELG origine obscure.

Russian (Dvoretsky)

κορδύλη: (ῠ) ἡ шишка или шишковатая дубина.

Greek (Liddell-Scott)

κορδύλη: ῠ, ἡ, κορύνη, ῥόπαλον, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως, ὅμοιον τῷ τύλη, οἴδημα, ὄγκωμα, Λατ. tuber, tumor, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. 310. 50. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, ἐν τῇ Κυπριακῇ διαλέκτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὅθεν ἐγκεκορδυλημένος παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. = σκορδύλη, Στράβ. 549, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 120F· κορύδυλις Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.

Greek Monolingual

κορδύλη και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α)
1. ρόπαλο, κορύνη
2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο
3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα του κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος
4. είδος του ψαριού τον(ν)ος, σκορδύλη («ἐπακολουθοῦν τες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κραδάω δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί επίσης προϊόν συμφυρμού τών κόνδυλος και κόρυς ή κορυφή ή κόρση. Η κατάλ. -ύλη ανήκει στην καθομιλουμένη γλώσσα (πρβλ. κανθύλη, σχενδύλη).
ΠΑΡ. αρχ. κορδύλειος, κορδύλος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κορδυβαλλώδης (βλ.λ.)
νεοελλ.
κορδύλουρος, κορδυλοφόρος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: tumour, swelling (Semon. 35, EM); name of a hairdress = Att. κρωβύλος (Kreon ap. Sch. Ar. Nu. 10, EM); club, κορύνη, ῥόπαλον (H.). (Frisk notes that the meaning is the same as that of τύλη, which is irrelevant.)
Other forms: also σκορδύλη (Arist.) and κορύδυλις (Numen. ap. Ath.).
Compounds: as 1. member (with syllable-dissimilation) in κορδυ-βαλλῶδες (πέδον, Luc. Trag. 222) pavimentum; younger tunny (Str., cordyla Plin., Mart., cordula Apic.; on the meaning Thompson Fishes s. v.).
Derivatives: Denomin. ptc. ἐγκεκορδυλημένος εντετυλιγμένος, rolled in, together (Ar. Nu. 10). Formation as κανθύλη, σχενδύλη (Chantraine Formation 251), but further unclear. - The meaning younger tunny can go back on club, s. Strömberg Fischnamen 36; on the variant with σκ- Schwyzer 334; whether κορύδυλις has an anaptyctic υ (Strömberg l. c.) or from connection with κόρυς a. rel., is diff. to say.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the meaning s. Bechtel Dial. 1, 450. Güntert Reimwortbildungen 117f. assumes a cross of κόνδυλος with κόρυς, κορυφή, κόρση, resp. with κορύνη; such proposals are mostly incorrect. The connection with κόρδαξ, κραδάω (since Curtius) is semantically in the air; a basic meaning "turned" for κορδύλη in the sense of τύλη, `a hairdress (WP. 2, 567) is no less arbitrary. Still diff. Persson Beiträge 1, 166 n. 4 (to κόρθυς etc.). - The prothetic σ- and the suffix -υλ-, and the anaptyctic υ (Fur. 384), point to Pre-Greek. It nay have κορδ- from *καρδ- with ο < α.

Frisk Etymology German

κορδύλη: {kordú̄lē}
Grammar: f.
Meaning: τύλη, Geschwulst, Beule (Semon. 35, EM); N. einer Haartracht = att. κρωβύλος (Kreon ap. Sch. Ar. Nu. 10, EM); Keule, κορύνη, ῥόπαλον (H.),
Composita: als Vorderglied (mit Silbendissimilation) in κορδυβαλλῶδες (πέδον, Luk. Trag. 222) pavimentum; junger Thunfisch (Str., cordȳla Plin., Mart., cordula Apic.; zur Begriffsbestimmung Thompson Fishes s. v.), auch σκορδύλη (Arist.) und κορύδυλις (Numen. ap. Ath.)
Derivative: Denominatives Ptz. ἐγκεκορδυλημένος εντετυλιγμένος, eingewickelt, zusammengerollt (Ar. Nu. 10). Bildung wie κανθύλη, σχενδύλη (Chantraine Formation 251), aber sonst dunkel. — Die Bed. junger Thun kann auf Keule zurückgehen, s. Strömberg Fischnamen 36; zur Nebenform mit σκ- Schwyzer 334; ob κορύδυλις ein anaptyktisches υ enthält (Strömberg a. a. O.) oder durch Anknüpfung an κόρυς u. Verw. verschuldet ist, mag dahingestellt sein.
Etymology: Was sich für eine Realität hinter dem Wort κορδύλη sonst verbirgt, entzieht sich unserer Kenntnis; vgl. indessen Bechtel Dial. 1, 450. Güntert Reimwortbildungen 117f. vermutet Kreuzung von κόνδυλος mit κόρυς, κορυφή, κόρση, bzw. mit κορύνη. Die Verbindung mit κόρδαξ, κραδάω (seit Curtius) schwebt semantisch in der Luft; eine Grundbedeutung "Gedrehtes" für κορδύλη im Sinn von ‘τύλη, best. Haartracht’ (WP. 2, 567) ist nicht weniger willkürlich. Noch anders Persson Beiträge 1, 166 A. 4 (zu κόρθυς usw.). — Pelasgische Überlegungen bei v.Windekens Le Pélasgique 109.
Page 1,918