μισθωτός: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> pris à gages, mercenaire ; <i>en parl. de maisons</i> pris à loyer, loué;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[μισθωτός]] :<br /><b>1</b> serviteur à gages;<br /><b>2</b> soldat mercenaire;<br /><b>3</b> agent salarié, espion.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> pris à gages, mercenaire ; <i>en parl. de maisons</i> pris à loyer, loué;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[μισθωτός]] :<br /><b>1</b> serviteur à gages;<br /><b>2</b> soldat mercenaire;<br /><b>3</b> agent salarié, espion.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нанятый]], [[наемный]] (ἐπίκουροι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[арендованный]] (οἰκίαι Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[наемный слуга]], [[работник]] Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> [[наемный воин]], [[наемник]] Her., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> [[наймит]], [[агент]] (Φιλίππου Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθωτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] [[έναντι]] μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μισθωτός]] [[εργάτης]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., <i>μισθοφόροι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''μισθωτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] [[έναντι]] μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μισθωτός]] [[εργάτης]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., <i>μισθοφόροι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нанятый]], [[наемный]] (ἐπίκουροι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[арендованный]] (οἰκίαι Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[наемный слуга]], [[работник]] Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> [[наемный воин]], [[наемник]] Her., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> [[наймит]], [[агент]] (Φιλίππου Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθωτός Medium diacritics: μισθωτός Low diacritics: μισθωτός Capitals: ΜΙΣΘΩΤΟΣ
Transliteration A: misthōtós Transliteration B: misthōtos Transliteration C: misthotos Beta Code: misqwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A hired, ἐπίκουροι Hdt.3.45, Pl.R.419; ἄνθρωποι Phld.Mus.p.67 K. II Subst., hireling, hired servant, Ar.Av.1152, Pl.Lg.918b, IG22.1672.28, Ev.Marc.1.20, etc.: freq. of soldiers, mercenaries, Hdt.1.61, Th. 5.6; of a spy or agent, D.18.38; μ. Φιλίππου ib.52; καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ Id.19.110.

German (Pape)

[Seite 191] gemiethet, um Lohn gedungen, Söldling; καὶ θῆτες, Plat. Polit. 290 a; ἐπίκουροι, Rep. IV, 419 u. öfter; comic. bei Ath. oft u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. adj. pris à gages, mercenaire ; en parl. de maisons pris à loyer, loué;
II. subst.μισθωτός :
1 serviteur à gages;
2 soldat mercenaire;
3 agent salarié, espion.
Étymologie: μισθόω.

Russian (Dvoretsky)

μισθωτός:
1) нанятый, наемный (ἐπίκουροι Plat.);
2) арендованный (οἰκίαι Xen.).
II
1) наемный слуга, работник Plat., NT;
2) наемный воин, наемник Her., Thuc.;
3) наймит, агент (Φιλίππου Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

μισθωτός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ μισθῷ πράττων τι, Ἡρόδ. 3. 45· ἐπίκουροι Πλάτ. 419. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρετῶν, ὑπηρέτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1152, Πλάτ. Νόμ. 918Β, κτλ.· συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, οἱ μισθοφόροι, Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 5. 6· ἐπὶ κατασκόπου ἢ πράκτορος ξένων, Δημ. 238. 21· μ. Φιλίππου ὁ αὐτ. ἐν 242. 25· καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ ὁ αὐτ. ἐν 374. 25.

English (Strong)

from μισθόω; a wage-worker (good or bad): hired servant, hireling.

English (Thayer)

μισθωτοῦ, ὁ (μισθόω), one hired, a hireling: Aristophanes, Plato, Demosthenes, others; the Sept. for שָׂכִיר.)

Greek Monolingual

και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ μισθωτός, -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) μισθώνω
αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης
νεοελλ.
(νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με μισθό ή ημερομίσθιο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μισθωτός
α) ο υπηρέτης, ο βοηθός
β) (για στρατιώτες) ο μισθοφόρος
γ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, βαλτός.

Greek Monotonic

μισθωτός: -ή, -όν,
I. αυτός που κάνει κάτι έναντι μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. ως ουσ., μισθωτός εργάτης, μισθωτός υπηρέτης, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., μισθοφόροι, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

μισθωτός, ή, όν [from μισθόω
I. hired, Hdt., Plat.
II. as substantive an hireling, hired servant, Ar.: of soldiers, in plural, mercenaries, Hdt., Thuc.

Chinese

原文音譯:misqwtÒj 米士拖拖士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:雇用的 相當於: (שָׂכִיר‎)
字義溯源:賺工資的工人,雇員,雇工;源自(μισθόω)=雇用);而 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資)。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(4);可(1);約(3)
譯字彙編
1) 雇工(4) 可1:20; 約10:12; 約10:13; 約10:13

English (Woodhouse)

hired, hireling, tool, hired for wages, in the pay of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)