μεταγραφή: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />emprunt fait à une personne pour en payer une autre.<br />'''Étymologie:''' [[μεταγράφω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />emprunt fait à une personne pour en payer une autre.<br />'''Étymologie:''' [[μεταγράφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταγρᾰφή:''' ἡ заем для покрытия долга, юр. перевод с одного лица на другое (δανείων Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[μεταγραφή]]) [[μεταγράφω]]<br /><b>1.</b> [[αντιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[αντίγραφο]]<br /><b>3.</b> [[γραφή]] σε νέα [[μορφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διόρθωση]], η [[μεταβολή]] της [[γραφής]] μιας λέξης<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η [[καταχώριση]] δικαιοπραξίας, ή άλλης νομικής πράξης που αφορά [[μεταβίβαση]] εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλάκεια γι' αυτό τον σκοπό [[κατά]] περιφέρειες<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> πιστή, όσο μπορεί ή νομίζει ο μεταγράφων, [[μεταφορά]] της πρώτης [[γραφής]] ενός έργου σε [[άλλη]] [[σημειογραφία]] για διαφορετικό από το αρχικό [[μέσο]] εκτέλεσης<br /><b>4.</b> <b>γλωσσ.</b> τα διάφορα επινοήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν [[αντί]] τών σημείων της κανονικής [[γραφής]] ή και παράλληλα [[προς]] αυτά, αλλ. [[παραγραφή]]<br /><b>5.</b> <b>βιολ.</b> [[σύνθεση]] ριβονουκλεϊκού οξέος (RNΑ) που αποτελείται από μια συγκεκριμένη [[ακολουθία]] νουκλεοτιδίων με [[βάση]] ένα [[μόριο]] δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNΑ) το οποίο αποτελείται από μια αντίστοιχη [[ακολουθία]] νουκλεοτιδίων που χρησιμεύει ως [[πρότυπο]]<br /><b>6.</b> η [[μετεγγραφή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένο, αλλοιωμένο, μη πιστό [[αντίγραφο]] ενός κειμένου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δανεισμός]] χρημάτων από κάποιον για [[εξόφληση]] χρέους που οφείλει σε [[τρίτον]]<br /><b>2.</b> [[μετάφραση]] κειμένου<br /><b>3.</b> [[αλλαγή]] λόγου ή κειμένου [[κατά]] την [[αντιγραφή]]. | |mltxt=η (ΑM [[μεταγραφή]]) [[μεταγράφω]]<br /><b>1.</b> [[αντιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[αντίγραφο]]<br /><b>3.</b> [[γραφή]] σε νέα [[μορφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διόρθωση]], η [[μεταβολή]] της [[γραφής]] μιας λέξης<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η [[καταχώριση]] δικαιοπραξίας, ή άλλης νομικής πράξης που αφορά [[μεταβίβαση]] εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλάκεια γι' αυτό τον σκοπό [[κατά]] περιφέρειες<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> πιστή, όσο μπορεί ή νομίζει ο μεταγράφων, [[μεταφορά]] της πρώτης [[γραφής]] ενός έργου σε [[άλλη]] [[σημειογραφία]] για διαφορετικό από το αρχικό [[μέσο]] εκτέλεσης<br /><b>4.</b> <b>γλωσσ.</b> τα διάφορα επινοήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν [[αντί]] τών σημείων της κανονικής [[γραφής]] ή και παράλληλα [[προς]] αυτά, αλλ. [[παραγραφή]]<br /><b>5.</b> <b>βιολ.</b> [[σύνθεση]] ριβονουκλεϊκού οξέος (RNΑ) που αποτελείται από μια συγκεκριμένη [[ακολουθία]] νουκλεοτιδίων με [[βάση]] ένα [[μόριο]] δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNΑ) το οποίο αποτελείται από μια αντίστοιχη [[ακολουθία]] νουκλεοτιδίων που χρησιμεύει ως [[πρότυπο]]<br /><b>6.</b> η [[μετεγγραφή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένο, αλλοιωμένο, μη πιστό [[αντίγραφο]] ενός κειμένου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δανεισμός]] χρημάτων από κάποιον για [[εξόφληση]] χρέους που οφείλει σε [[τρίτον]]<br /><b>2.</b> [[μετάφραση]] κειμένου<br /><b>3.</b> [[αλλαγή]] λόγου ή κειμένου [[κατά]] την [[αντιγραφή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A transcribing, Aristeas 9 (pl.), 10, Jul.Ep.107. 2 borrowing from one person to pay another, Plu.2.831a (pl.). II translation, τοῦ νόμου J.AJ12.2.6. III change of text or reading, Str.12.3.22, cf. A.D.Synt.156.2.
German (Pape)
[Seite 145] ἡ, die Abschrift, Sp.; das Umschreiben, δανείων, Plut. de vit. aer. allen. 7.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
emprunt fait à une personne pour en payer une autre.
Étymologie: μεταγράφω.
Russian (Dvoretsky)
μεταγρᾰφή: ἡ заем для покрытия долга, юр. перевод с одного лица на другое (δανείων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταγρᾰφή: ἡ, ἀντιγραφή, ἐπίσταμαι τὰ βιβλία... μετέδωκε γάρ μοι πρὸς μεταγραφήν τινα Ἰουλ. Ἐπ. 9. 2) τὸ δανείζεσθαι παρά τινος πρὸς ἀπότισιν ὀφειλῆς πρὸς ἕτερον, Λατ. versura, Πλούτ. 2. 831Α.
Greek Monolingual
η (ΑM μεταγραφή) μεταγράφω
1. αντιγραφή
2. αντίγραφο
3. γραφή σε νέα μορφή
νεοελλ.
1. η διόρθωση, η μεταβολή της γραφής μιας λέξης
2. (νομ.) η καταχώριση δικαιοπραξίας, ή άλλης νομικής πράξης που αφορά μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλάκεια γι' αυτό τον σκοπό κατά περιφέρειες
3. μουσ. πιστή, όσο μπορεί ή νομίζει ο μεταγράφων, μεταφορά της πρώτης γραφής ενός έργου σε άλλη σημειογραφία για διαφορετικό από το αρχικό μέσο εκτέλεσης
4. γλωσσ. τα διάφορα επινοήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί τών σημείων της κανονικής γραφής ή και παράλληλα προς αυτά, αλλ. παραγραφή
5. βιολ. σύνθεση ριβονουκλεϊκού οξέος (RNΑ) που αποτελείται από μια συγκεκριμένη ακολουθία νουκλεοτιδίων με βάση ένα μόριο δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNΑ) το οποίο αποτελείται από μια αντίστοιχη ακολουθία νουκλεοτιδίων που χρησιμεύει ως πρότυπο
6. η μετεγγραφή
μσν.
1. μεταβεβλημένο, αλλοιωμένο, μη πιστό αντίγραφο ενός κειμένου
αρχ.
1. ο δανεισμός χρημάτων από κάποιον για εξόφληση χρέους που οφείλει σε τρίτον
2. μετάφραση κειμένου
3. αλλαγή λόγου ή κειμένου κατά την αντιγραφή.