σατίνη: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> char de combat;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chariot, char.<br />'''Étymologie:''' DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> char de combat;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chariot, char.<br />'''Étymologie:''' DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σᾰτίνη -ης, ἡ strijdwagen; koets (voor vrouwen). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σᾰτίνη:''' ἡ (ион. gen. pl. σατινέων) боевая колесница HH, Eur., Anacr. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σᾰτίνη:''' [ῐ], ἡ, πολεμικό [[άρμα]], [[άμαξα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''σᾰτίνη:''' [ῐ], ἡ, πολεμικό [[άρμα]], [[άμαξα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σᾰτίνη''': [ῑ], ἡ, πολεμικὸς [[δίφρος]], ἅρμα, [[ἅμαξα]] πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[σάτιλλα]], = πλειάς, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀστερισμὸς [[οὗτος]] ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σᾰτῐ́νη, ἡ,<br />a war-[[chariot]], [[chariot]], car, Hhymn., Eur. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=σᾰτῐ́νη, ἡ,<br />a war-[[chariot]], [[chariot]], car, Hhymn., Eur. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, chariot, ποιῆσαι σατίνας καὶ ἅρματα h.Ven.13; ἐπιβαίνει σατινέων Anacr.21.12; σατίναις ὐπ' ἐϋτρόχοις ἆγον αἰμιόνοις Sapph.Supp.20a13; ζυγίους ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνας E.Hel.1311 (lyr.): only found in plural (sg. in E. l.c. codd.).—Hsch. cites σάτιλλα,= Πλειάς, the constellation being regarded as a car.
German (Pape)
[Seite 864] ἡ, der Kampfwagen, Streitwagen; Hom. h. Ven. 13; ζεύξασα σατίναν, Eur. Hel. 1327; übh. Wagen, Kutsche, Anacr. bei Ath. XII, 534 a, vgl. Mehlhorn Anacr. p. 227; wird auf σάσαι zurückgeführt, das bei den Paphiern = καθ ίσαι war.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 char de combat;
2 p. ext. chariot, char.
Étymologie: DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾰτίνη -ης, ἡ strijdwagen; koets (voor vrouwen).
Russian (Dvoretsky)
σᾰτίνη: ἡ (ион. gen. pl. σατινέων) боевая колесница HH, Eur., Anacr.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πολεμικός δίφρος, πολεμικό άρμα («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για φρυγικό δάνειο (πρβλ. αρμεν. sayl «άρμα»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. σάτιλλα «Πλειάς», επειδή ο αστερισμός έμοιαζε με άρμα, και ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο αρμεν. satilya. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. θρακικής προέλευσης].
Greek Monotonic
σᾰτίνη: [ῐ], ἡ, πολεμικό άρμα, άμαξα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτίνη: [ῑ], ἡ, πολεμικὸς δίφρος, ἅρμα, ἅμαξα πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σάτιλλα, = πλειάς, ἐπειδὴ ὁ ἀστερισμὸς οὗτος ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα.
Middle Liddell
σᾰτῐ́νη, ἡ,
a war-chariot, chariot, car, Hhymn., Eur. [deriv. uncertain]