σκίμπους: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=σκίμποδος (ὁ) :<br />lit de repos.<br />'''Étymologie:''' [[σκίμπτομαι]], [[πούς]].
|btext=σκίμποδος (ὁ) :<br />lit de repos.<br />'''Étymologie:''' [[σκίμπτομαι]], [[πούς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκίμπους''': -οδος, ὁ, = [[ὀκλαδίας]], «σκαμνὶ» διπλωτόν, ὡς τὸ [[ἀσκάντης]] ἢ [[κράββατος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 254, 709, Πλάτ. Πρωτ. 310C, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 4. ΙΙ. [[εἶδος]] κλινιδίου ἢ φορείου πρὸς μεταφορὰν ἀσθενῶν, Γαλην. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σ. 396, Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σ. 359.
|elnltext=σκίμπους -ποδος, ὁ [σκίμπτομαι, πούς] veldbed, brits.
}}
{{elru
|elrutext='''σκίμπους:''' ποδος ὁ (складная) кровать на низких ножках, походная койка Arph., Xen., Plat., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκίμπους:''' -ποδος, ὁ, [[μικρός]] [[καναπές]], [[σκαμνί]], [[σκαμπό]], χαμηλό [[κρεβάτι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκίμπους:''' -ποδος, ὁ, [[μικρός]] [[καναπές]], [[σκαμνί]], [[σκαμπό]], χαμηλό [[κρεβάτι]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκίμπους:''' ποδος (складная) кровать на низких ножках, походная койка Arph., Xen., Plat., Luc.
|lstext='''σκίμπους''': -οδος, ὁ, = [[ὀκλαδίας]], «σκαμνὶ» διπλωτόν, ὡς τὸ [[ἀσκάντης]] ἢ [[κράββατος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 254, 709, Πλάτ. Πρωτ. 310C, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 4. ΙΙ. [[εἶδος]] κλινιδίου ἢ φορείου πρὸς μεταφορὰν ἀσθενῶν, Γαλην. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σ. 396, Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σ. 359.
}}
{{elnl
|elnltext=σκίμπους -ποδος, ὁ [σκίμπτομαι, πούς] veldbed, brits.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 22:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίμπους Medium diacritics: σκίμπους Low diacritics: σκίμπους Capitals: ΣΚΙΜΠΟΥΣ
Transliteration A: skímpous Transliteration B: skimpous Transliteration C: skimpous Beta Code: ski/mpous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, A small couch, pallet, Ar.Nu.254,709, Pl.Prt.310c, X.An.6.1.4. II a kind of hammock used by invalids travelling, Gal.6.150.

German (Pape)

[Seite 899] ποδος, ὁ, ein Klappstuhl, Feldstuhl, den man zusammenlegen kann; – ein Ruhebett, grabbatus, für Reisende, die sich darauf liegend wie in einer Sänfte tragen ließen, für Kranke u. für Studirende; Ar. Nubb. 255. 699; Plat. Prot. 310 c; Libanios hielt, auf einem solchen ruhend, Vorlesungen. – Die Atticisten ziehen es dem Worte κράββατον vor, s. Lob. Phryn. 62.

French (Bailly abrégé)

σκίμποδος (ὁ) :
lit de repos.
Étymologie: σκίμπτομαι, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίμπους -ποδος, ὁ [σκίμπτομαι, πούς] veldbed, brits.

Russian (Dvoretsky)

σκίμπους: ποδος ὁ (складная) кровать на низких ножках, походная койка Arph., Xen., Plat., Luc.

Greek Monolingual

-οδος, ο, ΝΑ
σκαμνί
αρχ.
είδος κλίνης, φορείο για τη μεταφορά τών ασθενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. σκιμπέ-πους (< σκίμπτομαι «πέφτω πάνω σε κάτι» + πούς) με σημ. «πόδι στο οποίο μπορεί να στηριχθεί κανείς». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. σκιμβός].

Greek Monotonic

σκίμπους: -ποδος, ὁ, μικρός καναπές, σκαμνί, σκαμπό, χαμηλό κρεβάτι, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπους: -οδος, ὁ, = ὀκλαδίας, «σκαμνὶ» διπλωτόν, ὡς τὸ ἀσκάντηςκράββατος, Ἀριστοφ. Νεφ. 254, 709, Πλάτ. Πρωτ. 310C, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 4. ΙΙ. εἶδος κλινιδίου ἢ φορείου πρὸς μεταφορὰν ἀσθενῶν, Γαλην. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σ. 396, Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σ. 359.

Frisk Etymological English

-ποδος
Grammatical information: m.
Meaning: low bed(stead) (Ar., Pl., X., Gal.).
Derivatives: -πόδιον n. (middl. com., Luc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Fick KZ 22, 100 as *σκιμπέ-πους prop. *support-foot' explained; to σκίμπτομαι. Schwyzer 263 considers, as probable, connection with σκιμβός. Semant., and formally, not very convincing

Middle Liddell

σκίμπους,
a small couch, low bed, Ar., Xen. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σκίμπους: -ποδος
{skímpous}
Grammar: m.
Meaning: ‘niedriges Bett(gestell)’ (Ar., Pl., X., Gal.)
Derivative: mit -πόδιον n. (mittl. Kom., Luk.).
Etymology: Seit Fick KZ 22, 100 als *σκιμπέπους eig. *Stützefuß’ erklärt; zu σκίμπτομαι. Schwyzer 263 erwägt, gleich wahrscheinlich, Anschluß an σκιμβός.
Page 2,732

English (Woodhouse)

truckle bed, trundle bed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)