συνδιαίτησις: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />habitation <i>ou</i> vie commune, commerce familier.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιαιτάομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />habitation <i>ou</i> vie commune, commerce familier.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιαιτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιαίτησις:''' εως ἡ [[совместная жизнь]], [[общение]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιαίτησις:''' ἡ, [[συγκατοίκηση]], [[συμβίωση]], σαρκική [[επαφή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''συνδιαίτησις:''' ἡ, [[συγκατοίκηση]], [[συμβίωση]], σαρκική [[επαφή]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνδιαίτησις''': ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, [[συμβίωσις]], [[συνοίκησις]], [[ἐπιμιξία]], Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, [[τρόπος]] [[συνήθης]] [[πρός]] τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνδιαίτησις]], εως, [from [[συνδιαιτάομαι]]<br />a [[living]] [[together]], [[intercourse]], Plut. | |mdlsjtxt=[[συνδιαίτησις]], εως, [from [[συνδιαιτάομαι]]<br />a [[living]] [[together]], [[intercourse]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, living together, intercourse, Metrod.Herc.831.13, Ph.2.591, J.AJ1.1.2, Plu.Aem.1, Dio 16, etc.; συνδιαίτησις εἰς τοὺς ὑπηκόους ordinary behaviour towards them, Arr. An.4.7.4.
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, das Zusammenwohnen; neben συμβίωσις, Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
habitation ou vie commune, commerce familier.
Étymologie: συνδιαιτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαίτησις: εως ἡ совместная жизнь, общение Plut.
Greek Monotonic
συνδιαίτησις: ἡ, συγκατοίκηση, συμβίωση, σαρκική επαφή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαίτησις: ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, συμβίωσις, συνοίκησις, ἐπιμιξία, Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, τρόπος συνήθης πρός τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.
Middle Liddell
συνδιαίτησις, εως, [from συνδιαιτάομαι
a living together, intercourse, Plut.