ἀφάνεια: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> obscurité;<br /><b>2</b> disparition, ruine, perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> obscurité;<br /><b>2</b> disparition, ruine, perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφάνεια:''' (φᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[темнота]], [[неясность]] (τύχας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[безвестность]], [[незнатность]] (ἀξιώματος Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[исчезновение]], [[гибель]] (λακτίζειν τι εἰς ἀφάνειαν Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφάνεια:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αφάνεια]], [[σκοτάδι]], [[ασάφεια]], ἀξιώματος [[ἀφάνεια]], [[έλλειψη]] ένδοξης καταγωγής, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξαφάνιση]], ολοκληρωτική [[απώλεια]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀφάνεια:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αφάνεια]], [[σκοτάδι]], [[ασάφεια]], ἀξιώματος [[ἀφάνεια]], [[έλλειψη]] ένδοξης καταγωγής, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξαφάνιση]], ολοκληρωτική [[απώλεια]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[From [[ἀφανής]]<br /><b class="num">I.</b> [[obscurity]], ἀξιώματος ἀφ. [[want]] of [[illustrious]] [[birth]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[disappearance]], [[utter]] [[destruction]], Aesch. | |mdlsjtxt=[From [[ἀφανής]]<br /><b class="num">I.</b> [[obscurity]], ἀξιώματος ἀφ. [[want]] of [[illustrious]] [[birth]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[disappearance]], [[utter]] [[destruction]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A obscurity, uncertainty, τύχας Pi.I.4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀ. want of illustrious birth or rank, Th.2.37. 2 invisibility, Dam. Pr.6. II disappearance, destruction, A.Ag.384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφανία A.D.Synt.341.8
• Prosodia: [-φᾰ-]
I 1incertidumbre, imposibilidad de vislumbrar ἀ. τύχας ... πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι imposibilidad de vislumbrar la fortuna antes de alcanzar la meta final Pi.I.3(4).49.
2 fig. oscuridad de linaje ἀξιώματος ἀφανείᾳ por la oscuridad de su situación social Th.2.37, ὡς καὶ ἀπάτορος αὐτοῦ ὑπ' ἀφανείας ὄντος en la idea de que era huérfano por la oscuridad de su linaje D.C.76.9.4.
3 invisibilidad ἀφάνειαν καθ' ἣν ἀγνοεῖται καὶ ἀφανές ἐστι τοῖς πᾶσιν ... καθάπερ ἡ τυφλότης Dam.Pr.6.
II desaparición, destrucción οὐ γάρ ἐστιν ἔπαλξις ... ἀνδρὶ λακτίσαντι ... δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν no hay baluarte de defensa para el que derriba con el pie el altar de la justicia para su destrucción A.A.384, cf. Procl.in Prm.1072.6.
German (Pape)
[Seite 407] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 obscurité;
2 disparition, ruine, perte.
Étymologie: ἀφανής.
Russian (Dvoretsky)
ἀφάνεια: (φᾰ) ἡ
1) темнота, неясность (τύχας Pind.);
2) безвестность, незнатность (ἀξιώματος Thuc.);
3) исчезновение, гибель (λακτίζειν τι εἰς ἀφάνειαν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφάνεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀφανής, τὸ μὴ φαίνεσθαι, σκότος, ἀσάφεια, Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., ἔλλειψις ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ. ἐξαφάνισις. παντελὴς ὄλεθρος, ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ τύπος ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.
English (Slater)
ᾰφᾰνεια obscurity, uncertainty c. gen. ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων (I. 4.31)
Greek Monolingual
η (AM ἀφάνεια) αφανής
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.
Greek Monotonic
ἀφάνεια: ἡ,
I. αφάνεια, σκοτάδι, ασάφεια, ἀξιώματος ἀφάνεια, έλλειψη ένδοξης καταγωγής, σε Θουκ.
II. εξαφάνιση, ολοκληρωτική απώλεια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[From ἀφανής
I. obscurity, ἀξιώματος ἀφ. want of illustrious birth, Thuc.
II. disappearance, utter destruction, Aesch.